ἐνθρώσκω

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

German (Pape)

[Seite 843] (s. θρώσκω), hinein-, hinaufspringen, τάφῳ Eur. El. 327; öfter im aor. II. ἐνέθορον, μέσῳ πόντῳ Il. 21, 233. 24, 79; ὁμίλῳ 15, 623; βουσί 5, 161, in tmesi, er sprang auf sie los; λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, er sprang mit der Ferse gegen des Andern Hüfte, Od. 17, 233; πῦρ Pind. P. 3, 37; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 120; auch Synes. u. Apolldr. 3, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρώσκω: μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. ἐνέθορον καὶ Ἐπικ. ἔνθορον, πηδῶ ἐντός, εἰς τὸ μέσον ἢ ἐπὶ τινος, μετὰ δοτ., ἔνθορε μέσῳ ποταμῷ Ἰλ. Φ. 233· ἔνθορ’ ὁμίλῳ Ο. 623, ἐν τμήσει, ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν Ε. 161, πρβλ. Υ. 381· ὄρει πῦρ ἐνθορὸν Πίνδ. Π. 3. 67· ἐνθρώσκει τάφῳ Εὐρ. Ἠλ. 327· - λάξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, πηδήσας ἐλάκτισεν αὐτὸν εἰς τὸ ἰσχίον, Ὀδ. Ρ. 233.

English (Autenrieth)

aor. ἔνθορε: spring in or upon, w. dat., Il. 15.623, Il. 24.79 ; λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, ‘with a kick at his hip,’ Od. 17.233.

Greek Monolingual

ἐνθρῴσκω (Α) θρῴσκω
πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι, εισορμώ, εισπηδώ («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῦ ἀπαΐξας», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐνθρώσκω: μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἐνέθορον, Επικ. ἔνθορον· πηδώ μέσα, επάνω ή ανάμεσα, τινάζομαι, αναπηδώ, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, πηδώντας τον κλώτσησε στο ισχίο με τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -θοροῦμαι aor2 ἐνέθορον epic ἔνθορον
to leap in, on, or among, c. dat., Il., Eur.:— λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ leapt with his feet against his, Od.