Anonymous

ἐνθρώσκω: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθρώσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ <i>ἐνέθορον</i>, Επικ. [[ἔνθορον]]· [[πηδώ]] μέσα, [[επάνω]] ή [[ανάμεσα]], τινάζομαι, [[αναπηδώ]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· <i>λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ</i>, πηδώντας τον κλώτσησε στο [[ισχίο]] με τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐνθρώσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ <i>ἐνέθορον</i>, Επικ. [[ἔνθορον]]· [[πηδώ]] μέσα, [[επάνω]] ή [[ανάμεσα]], τινάζομαι, [[αναπηδώ]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· <i>λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ</i>, πηδώντας τον κλώτσησε στο [[ισχίο]] με τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[θοροῦμαι]] aor2 ἐνέθορον epic [[ἔνθορον]]<br />to [[leap]] in, on, or [[among]], c. dat., Il., Eur.:— λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ leapt with his feet [[against]] his, Od.
}}
}}