Anonymous

ἐνταῦθα: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῡθα)<br /><b>επίρρ.</b> (για [[τόπο]]) εδώ, στο ίδιο [[μέρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />σ' αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. [[εκεί]]<br />ο [[ιδεώδης]] [[κόσμος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήμ. κινήσεως) [[προς]] τα εδώ («[[μηδέ]] σε [[δαίμων]] ἐνταῡθα τρέψειε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν. τόπ.) σ' αυτό το [[μέρος]] («ἐνταῡθα τῆς ἠπείρου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> σ' αυτό το [[σημείο]], σ' αυτό τον βαθμό («οὐκοῡν ἐνταῡθα που [[ἦμεν]] τοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τότε]], εκείνο τον καιρό («φαίνονται δὲ οὐδ' ἐνταῡθα πάσῃ τῇ δυνάμει χρησάμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πάνω]] σε αυτό, [[μετά]] απ' αυτό («Ἱππίεω γνώμῃ νικήσαντος... ἐνταῡθα ἤγειρον δωτίνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> σ' αυτή την [[περίσταση]] («ἐνταῡθα γὰρ δὴ καὶ κακὸς φαίνει φίλους», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[ενταύθα]], παρεκτεταμένος τ. του [[ένθα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ταύτα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τα</i>), προήλθε από ιων. τ. [[ενθαύτα]] (με [[μετάθεση]] τών δασέων), «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] [[ένθα]] αυτά</i>. Το [[επίθημα]] -<i>θα</i> οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[ένθα]]. Τέλος, ο ομ.-αττ. τ. [[ενταυθοί]] <span style="color: red;"><</span> [[ενταύθα]] <span style="color: red;">+</span> τοπικό [[επίθημα]] -<i>οί</i>.
|mltxt=(AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῡθα)<br /><b>επίρρ.</b> (για [[τόπο]]) εδώ, στο ίδιο [[μέρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />σ' αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. [[εκεί]]<br />ο [[ιδεώδης]] [[κόσμος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήμ. κινήσεως) [[προς]] τα εδώ («[[μηδέ]] σε [[δαίμων]] ἐνταῡθα τρέψειε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν. τόπ.) σ' αυτό το [[μέρος]] («ἐνταῡθα τῆς ἠπείρου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> σ' αυτό το [[σημείο]], σ' αυτό τον βαθμό («οὐκοῡν ἐνταῡθα που [[ἦμεν]] τοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τότε]], εκείνο τον καιρό («φαίνονται δὲ οὐδ' ἐνταῡθα πάσῃ τῇ δυνάμει χρησάμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πάνω]] σε αυτό, [[μετά]] απ' αυτό («Ἱππίεω γνώμῃ νικήσαντος... ἐνταῡθα ἤγειρον δωτίνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> σ' αυτή την [[περίσταση]] («ἐνταῡθα γὰρ δὴ καὶ κακὸς φαίνει φίλους», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[ενταύθα]], παρεκτεταμένος τ. του [[ένθα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ταύτα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τα</i>), προήλθε από ιων. τ. [[ενθαύτα]] (με [[μετάθεση]] τών δασέων), «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] [[ένθα]] αυτά</i>. Το [[επίθημα]] -<i>θα</i> οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[ένθα]]. Τέλος, ο ομ.-αττ. τ. [[ενταυθοί]] <span style="color: red;"><</span> [[ενταύθα]] <span style="color: red;">+</span> τοπικό [[επίθημα]] -<i>οί</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνταῦθα:''' Ιων. [[ἐνθαῦτα]], επίρρ. ([[ἔνθα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], εδώ, [[εκεί]], Λατ. [[hic]], [[illic]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐνταῦθά που</i>, εδώ [[κάπου]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἐνταυθοῖ]], με [[σημασία]] της κίνησης προς [[τόπο]], [[εκεί]], προς τα [[εκεί]], Λατ. [[huc]], [[illuc]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., <i>ἐντ. τῆς ἠπείρου</i>, σε Θουκ.· <i>ἔντ. τῆς πολιτείας</i>, σε αυτό το [[κομμάτι]] της διακυβέρνησης, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για χρόνο, [[εκείνη]] τη [[στιγμή]] ακριβώς, [[τότε]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., <i>ἐντ. ἡλικίας</i>, Λατ. ad [[hoc]] aetatis, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[ακολουθία]], Λατ. [[deinde]], [[αμέσως]] [[μετά]], [[έπειτα]], συνεπεία [[αυτού]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, εδώ μέσα, σε αυτό το [[σημείο]], σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· στην παρούσα [[κατάσταση]] των πραγμάτων, σε αυτή τη [[θέση]], σε Δημ.
}}
}}