Anonymous

ἐκκυμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκκυμαίνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> ρίχνομαι έξω στην [[ξηρά]] από τα κύματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό) [[βγαίνω]] από τον δρόμο<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[εξόρυξη]].
|mltxt=[[ἐκκυμαίνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> ρίχνομαι έξω στην [[ξηρά]] από τα κύματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό) [[βγαίνω]] από τον δρόμο<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[εξόρυξη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκῠμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, ρίχνομαι προς τα έξω σαν [[κύμα]], λέγεται για στρατιωτική [[γραμμή]], [[στοίχιση]], [[παράταξη]], [[φάλαγγα]], σε Ξεν.
}}
}}