Anonymous

ἐκκυμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκῠμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, ρίχνομαι προς τα έξω σαν [[κύμα]], λέγεται για στρατιωτική [[γραμμή]], [[στοίχιση]], [[παράταξη]], [[φάλαγγα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐκκῠμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, ρίχνομαι προς τα έξω σαν [[κύμα]], λέγεται για στρατιωτική [[γραμμή]], [[στοίχιση]], [[παράταξη]], [[φάλαγγα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκῡμαίνω:''' <b class="num">1)</b> досл. (о волнах) выходить из берегов, перен. выходить за линию, прогибаться вперед (ἐξεκύμαινέ τι τῆς φάλαγγος Xen.);<br /><b class="num">2)</b> выбрасываться волнами (πρὸς τὴν Βύβλον χώραν ὑπὸ τῆς θαλάττης ἐκκυμανθείς Plut.).
}}
}}