Anonymous

ἐξάγω: Difference between revisions

From LSJ
1,879 bytes added ,  30 December 2018
4
(12)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξάγω]]) [[άνω]]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] έξω ή [[οδηγώ]] κάποιον [[μακριά]] από έναν [[τόπο]] («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] από κάποιο [[κακό]] («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς»)<br /><b>3.</b> (για προϊόντα, εμπορεύματα <b>κ.λπ.</b>) [[μεταφέρω]] εμπορεύματα από τον [[τόπο]] παραγωγής σε άλλον για [[πούλημα]] («η [[Ελλάδα]] εξάγει [[σταφίδα]], καπνό και [[λάδι]]»)<br /><b>4.</b> [[μεταφέρω]] [[κάτι]] έξω από τη [[χώρα]] για οποιοδήποτε σκοπό («πολλὰ ἄν τάλαντα ηὑρέθη ἐκ τῆς πόλεως τὰ [[πάντα]] ἐξαγόμενα»)<br /><b>5.</b> [[βγάζω]] [[κάτι]] από τη [[χώρα]] [[κρυφά]] («[[εξάγω]] [[συνάλλαγμα]] [[παράνομα]]»<br />«[[ἀργύριον]] μὲν γὰρ πῶς καὶ φωράσειεν ἄν τις τὸ δημόσιον ἐξαγόμενον...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. 1. [[αποχωρίζω]] με [[προσπάθεια]], [[αποσπώ]] βίαια από τη [[θέση]] του, [[ξεριζώνω]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[βγάζω]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] στο [[συμπέρασμα]]<br />ΙΙ. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το [[εξαγόμενο]]<br /><b>1.</b> [[συμπέρασμα]], [[πόρισμα]] από συλλογισμό<br /><b>2.</b> [[αποτέλεσμα]] μιας αριθμητικής πράξης ή ενός μαθηματικού υπολογισμού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρατείνω]] μια [[συζήτηση]]<br /><b>2.</b> [[πιέζω]], [[αναγκάζω]]<br /><b>3.</b> [[παράγω]], [[δημιουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] έξω για να οδηγήσω στη [[μάχη]], σε [[κυνήγι]] κ.λπ. («τοὺς Λυδοὺς ἐξῆγε ἐς μάχην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] στον κόσμο, στο φως («τον γε [[μογοστόκος]] [[Εἰλείθυια]] ἐξάγαγε πρὸ [[φόωσδε]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για νεοσσούς) [[οδηγώ]] έξω από τη [[φωλιά]] («εὐθὺς ἐξάγουσι τοὺς νεοττούς»)<br /><b>4.</b> [[βγάζω]] από τη [[φυλακή]] («καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῑν τῆς πόλεως», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (για αρχηγούς στρατού) [[εκστρατεύω]] («γνόντες δὲ ταῡτα ἐξάγουσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[εξέρχομαι]] («ἐξῆγεν ἀεὶ εἰς προνομάς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[κατάσταση]]) [[περνώ]] («οἱ μεγάλοι πόνοι [[συντόμως]] ἐξάγουσιν»)<br /><b>8.</b> [[οδηγώ]] έξω για να θανατώσω<br /><b>9.</b> [[διώχνω]] κάποιον, από [[κτήμα]] στο οποίο εγείρει αξιώσεις («ἐξήγαγέ με ἐκ ταύτης τῆς γῆς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> (για [[νερό]]) [[αποχετεύω]]<br /><b>11.</b> (για [[εφίδρωση]]) [[φέρνω]] έξω («ἐξάγεται μὲν γὰρ ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Ιπποκρ.)<br /><b>12.</b> (για δαπάνες) [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>13.</b> [[παράγω]] («οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῑς λόγοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> (για αβγά) [[εκκολάπτω]]<br /><b>15.</b> [[προκαλώ]], [[διεγείρω]]<br /><b>16.</b> <b>μέσ.</b> συνεπάγομαι («ώς μικρά ἆθλα μεγάλας δαπάνας... ἐξάγεται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>17.</b> [[παρασύρω]] («[[ἔρως]] τις ἐξάγει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>18.</b> (με εμπρόθ. αιτ.) [[παρακινώ]] σε [[κάτι]] («καὶ μὴ μ' έπ' οἶκτον ἐξαγ' οὗ 'λελήσμεθα»)<br /><b>19.</b> (με κακή σημ.) [[παρασύρω]] («ἐπὶ τὰ πονηρότερα ἐξῆγον τὸν ὄχλον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>20.</b> παραφέρομαι από το [[πάθος]] («ἐξαγόμενος τε ὑπὸ τοῡ θυμοῡ», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>21.</b> (για λόγο) [[κάνω]] [[παρέκβαση]] («εἰς ἄλλας ὑποθέσεις ἐξάγοντες καὶ παρεμβάλλοντες ἐρωτήματα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>22.</b> [[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]] («είς [[ἔργον]] ἐξαγαγεῑν τὸ [[πρόβλημα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>23.</b> [[αποδίδω]] σε [[άλλη]] [[γλώσσα]] («πρὸς τὴν ἑλληνικήν διάλεκτον ἐξάγειν [[τοὔνομα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>24.</b> [[δίνω]] οδηγίες με τη [[διαθήκη]] μου<br /><b>25.</b> [[εξασκώ]] («τήν ἀρχὴν [[οὐκέτι]] βασιλικῶς, ἀλλὰ τυραννικώτερον ἐξάγειν»)<br /><b>26.</b> [[περνώ]] τη ζωή («οἱ τὸ μὲν παλαιὸν ἐξῆγον δικαιοσύνῃ χρώμενοι»).
|mltxt=(AM [[ἐξάγω]]) [[άνω]]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] έξω ή [[οδηγώ]] κάποιον [[μακριά]] από έναν [[τόπο]] («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] από κάποιο [[κακό]] («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς»)<br /><b>3.</b> (για προϊόντα, εμπορεύματα <b>κ.λπ.</b>) [[μεταφέρω]] εμπορεύματα από τον [[τόπο]] παραγωγής σε άλλον για [[πούλημα]] («η [[Ελλάδα]] εξάγει [[σταφίδα]], καπνό και [[λάδι]]»)<br /><b>4.</b> [[μεταφέρω]] [[κάτι]] έξω από τη [[χώρα]] για οποιοδήποτε σκοπό («πολλὰ ἄν τάλαντα ηὑρέθη ἐκ τῆς πόλεως τὰ [[πάντα]] ἐξαγόμενα»)<br /><b>5.</b> [[βγάζω]] [[κάτι]] από τη [[χώρα]] [[κρυφά]] («[[εξάγω]] [[συνάλλαγμα]] [[παράνομα]]»<br />«[[ἀργύριον]] μὲν γὰρ πῶς καὶ φωράσειεν ἄν τις τὸ δημόσιον ἐξαγόμενον...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. 1. [[αποχωρίζω]] με [[προσπάθεια]], [[αποσπώ]] βίαια από τη [[θέση]] του, [[ξεριζώνω]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[βγάζω]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] στο [[συμπέρασμα]]<br />ΙΙ. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το [[εξαγόμενο]]<br /><b>1.</b> [[συμπέρασμα]], [[πόρισμα]] από συλλογισμό<br /><b>2.</b> [[αποτέλεσμα]] μιας αριθμητικής πράξης ή ενός μαθηματικού υπολογισμού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρατείνω]] μια [[συζήτηση]]<br /><b>2.</b> [[πιέζω]], [[αναγκάζω]]<br /><b>3.</b> [[παράγω]], [[δημιουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] έξω για να οδηγήσω στη [[μάχη]], σε [[κυνήγι]] κ.λπ. («τοὺς Λυδοὺς ἐξῆγε ἐς μάχην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] στον κόσμο, στο φως («τον γε [[μογοστόκος]] [[Εἰλείθυια]] ἐξάγαγε πρὸ [[φόωσδε]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για νεοσσούς) [[οδηγώ]] έξω από τη [[φωλιά]] («εὐθὺς ἐξάγουσι τοὺς νεοττούς»)<br /><b>4.</b> [[βγάζω]] από τη [[φυλακή]] («καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῑν τῆς πόλεως», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (για αρχηγούς στρατού) [[εκστρατεύω]] («γνόντες δὲ ταῡτα ἐξάγουσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[εξέρχομαι]] («ἐξῆγεν ἀεὶ εἰς προνομάς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[κατάσταση]]) [[περνώ]] («οἱ μεγάλοι πόνοι [[συντόμως]] ἐξάγουσιν»)<br /><b>8.</b> [[οδηγώ]] έξω για να θανατώσω<br /><b>9.</b> [[διώχνω]] κάποιον, από [[κτήμα]] στο οποίο εγείρει αξιώσεις («ἐξήγαγέ με ἐκ ταύτης τῆς γῆς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> (για [[νερό]]) [[αποχετεύω]]<br /><b>11.</b> (για [[εφίδρωση]]) [[φέρνω]] έξω («ἐξάγεται μὲν γὰρ ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Ιπποκρ.)<br /><b>12.</b> (για δαπάνες) [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>13.</b> [[παράγω]] («οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῑς λόγοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> (για αβγά) [[εκκολάπτω]]<br /><b>15.</b> [[προκαλώ]], [[διεγείρω]]<br /><b>16.</b> <b>μέσ.</b> συνεπάγομαι («ώς μικρά ἆθλα μεγάλας δαπάνας... ἐξάγεται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>17.</b> [[παρασύρω]] («[[ἔρως]] τις ἐξάγει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>18.</b> (με εμπρόθ. αιτ.) [[παρακινώ]] σε [[κάτι]] («καὶ μὴ μ' έπ' οἶκτον ἐξαγ' οὗ 'λελήσμεθα»)<br /><b>19.</b> (με κακή σημ.) [[παρασύρω]] («ἐπὶ τὰ πονηρότερα ἐξῆγον τὸν ὄχλον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>20.</b> παραφέρομαι από το [[πάθος]] («ἐξαγόμενος τε ὑπὸ τοῡ θυμοῡ», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>21.</b> (για λόγο) [[κάνω]] [[παρέκβαση]] («εἰς ἄλλας ὑποθέσεις ἐξάγοντες καὶ παρεμβάλλοντες ἐρωτήματα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>22.</b> [[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]] («είς [[ἔργον]] ἐξαγαγεῑν τὸ [[πρόβλημα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>23.</b> [[αποδίδω]] σε [[άλλη]] [[γλώσσα]] («πρὸς τὴν ἑλληνικήν διάλεκτον ἐξάγειν [[τοὔνομα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>24.</b> [[δίνω]] οδηγίες με τη [[διαθήκη]] μου<br /><b>25.</b> [[εξασκώ]] («τήν ἀρχὴν [[οὐκέτι]] βασιλικῶς, ἀλλὰ τυραννικώτερον ἐξάγειν»)<br /><b>26.</b> [[περνώ]] τη ζωή («οἱ τὸ μὲν παλαιὸν ἐξῆγον δικαιοσύνῃ χρώμενοι»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ <i>-ήγᾰγον</i>· [[οδηγώ]] προς τα έξω, <b>I. 1. α)</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φέρνω]] ή [[βγάζω]] έξω από ένα [[μέρος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[φέρνω]] στον κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[οδηγώ]] κάποιον προς [[εκτέλεση]], [[θανάτωση]], σε Ηρόδ. <b>β)</b> [[οδεύω]], [[βηματίζω]], [[προχωρώ]] σε [[πορεία]] (ενν. <i>στρατόν</i>), σε Ξεν.· γενικά, [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] έξω, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διώχνω]] κάποιον από [[ιδιοκτησία]] για την οποία εγείρει αξιώσεις, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για εμπορεύματα, [[εξάγω]], σε Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., <i>τὰ ἐξαγόμενα</i>, εξαγώγιμα εμπορεύματα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]], [[αντλώ]] [[νερό]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[οικοδομή]], [[τραβώ]] προς τα έξω, [[επεκτείνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[διεγείρω]], [[προκαλώ]], [[δάκρυ]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>γέλωτα ἐξάγεσθαι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> [[δείχνω]] το δρόμο, [[οδηγώ]], [[παρασύρω]], [[συναρπάζω]], [[διεγείρω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ., Θουκ.· και με αρνητική [[σημασία]], [[παρακινώ]], [[θέτω]] σε πειρασμό, [[προκαλώ]], [[δελεάζω]], στον ίδ. — Παθ., παρακινούμαι να..., με απαρ., σε Ξεν.
}}
}}