Anonymous

ἐπάρχω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπαρχῶ, -έω) [[έπαρχος]]<br />[[είμαι]] [[έπαρχος]], [[επαρχεύω]]<br />||(μσν.-αρχ.) <b>παθ.</b> <i>ἐπαρχοῡμαι</i><br />διοικούμαι από έπαρχο.
|mltxt=(AM ἐπαρχῶ, -έω) [[έπαρχος]]<br />[[είμαι]] [[έπαρχος]], [[επαρχεύω]]<br />||(μσν.-αρχ.) <b>παθ.</b> <i>ἐπαρχοῡμαι</i><br />διοικούμαι από έπαρχο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[διοικητής]], <i>τῆς χώρας</i>, σε Ξεν.· λέγεται για το [[αξίωμα]] του υπάτου, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξουσιάζω]], [[υποτάσσω]], [[προσαρτώ]] στην [[εξουσία]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., στη [[φράση]] <i>δεπάεσσιν ἐπάρχεσθαι</i>, ξεκινούν [[πρώτα]]-[[πρώτα]] με τους κρατήρες, δηλ. με την [[προσφορά]] σπονδών στους θεούς [[πριν]] την [[διανομή]] κρασιού, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[προσφέρω]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}