ἐπάρχω
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
A rule over, χώρας πολλῆς X.Cyr.4.6.2; τῶν ὁμόρων Isoc.4.140; τῶν ἔξωθεν Pl.Criti.116e; (νήσων) prob. in Thphr. HP 9.4.10; to be governor, commandant of a place, Hell.Oxy.16.6: c. dat., Epigr. ap.Paus.6.19.6: abs., ὁ ἐπάρχων, = ἔπαρχος, Hdn.4.12.1; of consular authority, Plu.Sull.8.
2 rule besides one's hereditary dominions, X.Cyr.1.1.4.
II Med., ἐπάρξασθαι δεπάεσσιν pour the first drops before a libation, freq. in Hom.:—οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν, ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν let him begin by pouring wine into the cups, Od.18.418, cf. 7.183; κοῦροι.. κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, νώμησαν δ' ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν Il.1.471, al.
2 generally, serve, offer, νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην χερσὶν ἐπήρξατο h.Ap.125; ἐπάρχεσθαι δὲ τοὺς χοροὺς [χορ] είας (dub.) τῷ Διονύσῳ IG12(9).192.10 (Eretria, iv B.C.).
3 = ἀπάρχομαι, τῇ ἐπαρχῇ ἣν ἐπάρχονται οἱ δημόται ib. 22.1215.13.
4 begin, c. inf., PTeb.27.34 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 905] 1) der Erste über Etwas, Befehlshaber sein, bes. eines eroberten Landes, χώρας πολλῆς Xen. Cyr. 4, 6, 2; ἔθνους 1, 1, 4, wo es »seine Herrschaft über das Volk ausdehnen« bedeutet; Isocr. 4, 68. 122; ὅσων ἐπῆρχον Plat. Critia. 116 e; Sp., wie im Epigr. bei Paus. 6, 19, 6 ἐπῆρχε δὲ Μιλτιάδης σφιν. Bes. bei den Römern, Statthalter einer Provinz sein, übh. Präfekt sein, ἐπάρχοντες τῶν στρατοπέδων Hdn. 4, 12, 1. – 2) med., Hom. νώμησαν δ' ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν, Il. 1, 471. 9, 176 Od. 3, 340; οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν 18, 418. 21, 263. 272; H. h. Apoll. 125 Θέμις νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινὴν ἀθανάτῃσιν χερσὶν ἐπήρξατο; nach Nitzsch's Erkl. zu Od. 3, 340: sie theilten Allen aus (aus den vollen Mischkrügen), das Oberste, Erste (zum Weihgusse) eingießend den Bechern; denn immer ist von dem Anfange des Trinkens, der mit feierlicher Libation gemacht wird, die Rede, nur in der Stelle aus den Hymnen ist bloß an das Verteilen zu denken. Andere beziehen ἐπί auf das Wiederbeginnen, noch einmal die Becher rechts herumgeben, oder wie Buttmann Lexilog. I, 105 von dem zu einem jeden einzelnen Gaste hintretenden u. ihm den Becher reichenden Mundschenken; Schol. Il. 1, 471 ἐπιχέαντες τοῖς ποτηρίοις διέδωκαν πᾶσιν ἢ ἀπαρξάμενοι σπονδὴν τοῖς θεοῖς πᾶσιν ἐνώμησαν. – »Anfangen« auch Inscr. 2144 ἐπάρχεσθαι τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπῆρχον, f. ἐπάρξω, ao. ἐπῆρξα;
commander jusqu'à, étendre son pouvoir sur ; commander à, avoir autorité sur, gén.;
Moy. ἐπάρχομαι (ao. ἐπηρξάμην) t. de rituel : ἐπάρξασθαι δεπάεσσιν IL commencer à verser à la ronde dans des coupes, càd verser la première part de vin pour la libation au dieu (après quoi on servait le vin à boire).
Étymologie: ἐπί, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάρχω:
1 властвовать, управлять (χώρας τινός Xen., Plut.; τῆς Εὐρώπης Isocr.; редко τινί Anth.): ὅσων ἐπῆρχον Plat. (области), на которые распространялась его власть;
2 med. культ. приступать к возлиянию: ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν Hom. наполнив кубки для возлияния;
3 med. культ. подносить, приносить, подавать (νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάρχω: μέλλ. -ξω, εἶμαι ἄρχων, διοικητής τινος, τῆς χώρας Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2· τῶν ὁμόρων Ἰσοκρ. 69Ε. πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 116Ε· ὡσαύτως κατὰ δοτ., Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 6. 19, 6: - ἀπολ., ὁ ἐπάρχων = ἔπαρχος, Ἡρῳδιαν. 4. 12· ἐπὶ τοῦ ὑπατικοῦ ἀξιώματος, Πλουτ. Σύλλ. 8. 2) ἄρχω, ὑποτάσσω προσέτι εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ’ ἂν ἔθνους ἐπάρξαι Ξεν. Κύρ. 1. 1, 4. ΙΙ. τὸ Μέσ. εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει ἐπάρξασθαι δεπάεσσιν: αὕτη ἡ φράσις, ὡς τὸ ἀπάρχομαι, κατάρχομαι, εἶχε θρησκευτικὴν ἢ ἱεροτελεστικὴν σημασίαν, συσχετιζομένη πρὸς τὰς εἰς τοὺς θεοὺς προσφερομένας σπονδάς: τοῦτο φαίνεται σαφέστατα ἐκ τῆς Ὀδ. Σ. 417, οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν, ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν, ἂς ἀρχίσῃ νὰ χύνῃ οἶνον εἰς τὰ ποτήρια, πρβλ. Φ. 263: - ἐν συνόλῳ ἡ πρᾶξις αὕτη εἶχεν ὡς ἑξῆς: οἱ ὑπηρέται ἀνεμίγνυον τὸν οἶνον ἐντὸς μεγάλων κρατήρων, ἀκολούθως ἐλάμβανον διὰ κυάθου, ἤτοι οἰνοχόης, ἐκ τῶν κρατήρων κεκραμένον οἶνον καὶ ἔχυνον ὀλίγον εἰς ἕκαστον ποτήριον χάριν σπονδῆς, καὶ μετὰ τούτο ἔδιδον εἰς τοὺς παρόντας νὰ πίωσιν: Ποντόνοος... οἶνον ἐκίρνα, νώμησεν δ’ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενος δεπάεσσιν (ἀφοῦ κατὰ πρῶτον ἔχυσεν ὀλίγον εἰς τὰ ποτήρια)· αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ’ ἔπιόν θ’, ὅσον ἤθελε θυμός, κτλ., Ὀδ. ΙΙ. 182· πρβλ. τοὺς συχνάκις ἐπαναλαμβανομένους στίχους: κοῦροι... κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, νώμησαν δ’ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν Ἰλ. Α. 471, Ὀδ. Γ. 340, Φ. 272: - ἡ ἐπὶ σημαίνει ἐνταῦθα τὸ αὐτὸ τῷ ἐπισταδόν, κατὰ σειράν: - ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ., Nitzsch. Ὀδ. Γ. 340, Η. 182. 2) καθόλου, προσφέρω, νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην χερσὶν ἐπήρξατο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 125· οὕτως ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2144, ἐπάρχεσθαι δὲ τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ.
Greek Monolingual
ἐπάρχω (AM)
μσν.-αρχ.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων
ο έπαρχος
αρχ.
1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.)
2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ' ἄν ἔθνους ἐπάρξαι», Ξεν.)
3. μέσ. ἐπάρχομαι
α) βγάζω κρασί από κρατήρα και γεμίζω τα κύπελλα για να κάνω σπονδή
β) προσφέρω («νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην... χερσὶν ἐπήρξατο», Ύμν. εις Απόλλ.)
4. αρχίζω, κάνω αρχή
5. απάρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρχω].
(AM ἐπαρχῶ, -έω) έπαρχος
είμαι έπαρχος, επαρχεύω
Greek Monotonic
ἐπάρχω: μέλ. -ξω,
I. 1. είμαι διοικητής, τῆς χώρας, σε Ξεν.· λέγεται για το αξίωμα του υπάτου, σε Πλούτ.
2. εξουσιάζω, υποτάσσω, προσαρτώ στην εξουσία μου, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ., στη φράση δεπάεσσιν ἐπάρχεσθαι, ξεκινούν πρώτα-πρώτα με τους κρατήρες, δηλ. με την προσφορά σπονδών στους θεούς πριν την διανομή κρασιού, σε Όμηρ.
2. γενικά, προσφέρω, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to be governor of, τῆς χώρας Xen.; of consular authority, Plut.
2. to rule in addition to one's own dominions, Xen.
II. Mid. in the phrase δεπάεσσιν ἐπάρχεσθαι, to begin with the cups, i. e. by offering libations to the gods before the wine was served, Hom.
2. generally, to offer, Hhymn.