Anonymous

ἐπάρχω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[διοικητής]], <i>τῆς χώρας</i>, σε Ξεν.· λέγεται για το [[αξίωμα]] του υπάτου, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξουσιάζω]], [[υποτάσσω]], [[προσαρτώ]] στην [[εξουσία]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., στη [[φράση]] <i>δεπάεσσιν ἐπάρχεσθαι</i>, ξεκινούν [[πρώτα]]-[[πρώτα]] με τους κρατήρες, δηλ. με την [[προσφορά]] σπονδών στους θεούς [[πριν]] την [[διανομή]] κρασιού, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[προσφέρω]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἐπάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[διοικητής]], <i>τῆς χώρας</i>, σε Ξεν.· λέγεται για το [[αξίωμα]] του υπάτου, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξουσιάζω]], [[υποτάσσω]], [[προσαρτώ]] στην [[εξουσία]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., στη [[φράση]] <i>δεπάεσσιν ἐπάρχεσθαι</i>, ξεκινούν [[πρώτα]]-[[πρώτα]] με τους κρατήρες, δηλ. με την [[προσφορά]] σπονδών στους θεούς [[πριν]] την [[διανομή]] κρασιού, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[προσφέρω]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπάρχω:''' <b class="num">1)</b> властвовать, управлять (χώρας τινός Xen., Plut.; τῆς Εὐρώπης Isocr.; редко τινί Anth.): ὅσων ἐπῆρχον Plat. (области), на которые распространялась его власть;<br /><b class="num">2)</b> med. культ. приступать к возлиянию: ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν Hom. наполнив кубки для возлияния;<br /><b class="num">3)</b> med. культ. подносить, приносить, подавать ([[νέκταρ]] τε καὶ ἀμβροσίην HH).
}}
}}