Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξουσιάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξουσιάζω]])<br />έχω ή [[ασκώ]] [[εξουσία]] («τὴν χώραν [[ἐξουσιάζω]]», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)<br /><b>2.</b> έχω την [[κυριότητα]] («το [[αμπέλι]] να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῡ μνήματος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εξουσιάζω]] τον εαυτό μου» — [[είμαι]] [[αυτεξούσιος]], δεν [[υφίσταμαι]] την [[κυριαρχία]] ή την [[επίδραση]] κανενός<br /><b>μσν.</b><br />[[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]].
|mltxt=(AM [[ἐξουσιάζω]])<br />έχω ή [[ασκώ]] [[εξουσία]] («τὴν χώραν [[ἐξουσιάζω]]», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)<br /><b>2.</b> έχω την [[κυριότητα]] («το [[αμπέλι]] να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῡ μνήματος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εξουσιάζω]] τον εαυτό μου» — [[είμαι]] [[αυτεξούσιος]], δεν [[υφίσταμαι]] την [[κυριαρχία]] ή την [[επίδραση]] κανενός<br /><b>μσν.</b><br />[[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξουσιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ασκώ]] [[εξουσία]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}