ἐξουσιάζω

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξουσιάζω Medium diacritics: ἐξουσιάζω Low diacritics: εξουσιάζω Capitals: ΕΞΟΥΣΙΑΖΩ
Transliteration A: exousiázō Transliteration B: exousiazō Transliteration C: eksousiazo Beta Code: e)cousia/zw

English (LSJ)

A fut. ἐξουσιάσω Phld. (v. infr.):—exercise authority, LXX Ec.8.4: c. inf., have power, Phld.Rh.1.6S., D.H.9.44.
2 exercise authority over, τοῦ μνήματος CIG4584 (Palestine); τινῶν Ev.Luc.22.25, cf. 1 Ep.Cor.7.4; τῶν ἑαυτῆς ἕδνων PMasp.15.170 (vi A.D.):—Med., ἐπὶ τὸν λαόν LXX Ne.5.15; ἔν τινι ib.Ec.8.9:—Pass., ἐξουσιάζομαι = to be held under authority, 1 Ep.Cor.6.12.
3 enjoy licence, Arist.EE1216a2.

German (Pape)

[Seite 889] die Erlaubniß, Macht, das Recht zu Etwas haben, D. Hal. 9, 44; τινός, über Einen, N.T.; Etwas unter seine Gewalt bringen, ibd.

French (Bailly abrégé)

1 avoir le pouvoir, l'autorité ; Pass. être soumis à une autorité;
2 donner le pouvoir de : τινί τινος donner à qqn le pouvoir de faire qch.
Étymologie: ἐξουσία.

Russian (Dvoretsky)

ἐξουσιάζω:
1 обладать властью, властвовать (τινός Arst., NT);
2 pass. находиться под властью, зависеть (ὑπό τινος NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουσιάζω: ἔχω ἢ ἐξασκῶ ἐξουσίαν, ἐν πλείοσι τῶν τοιούτων ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 5, 5, Διον. Ἁλ. 9. 44, Ἑβδ. 2) ἔχω ἐξουσίαν ἐπί τινος, τοῦ μνήματος Συλλ. Ἐπιγρ. 4584· οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτοῦ εὐεργέται καλοῦνται Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 25· εἶμαι κύριός τινος, ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορινθ. ζ΄, 4· παθ., κυριεύομαι ὑπό τινος, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος, αὐτόθι ϛʹ, 12. Παρ’ Ἡσυχ. «αὐθεντεῖν· ἐξουσιάζειν».

English (Strong)

from ἐξουσία; to control: exercise authority upon, bring under the (have) power of.

English (Thayer)

1future passive ἐξουσιασθήσομαι; (ἐξουσία); equivalent to ἐξουσίαν ἔχω, to have power or authority, use power: (ἐν πλείοσι ἐξουσιάζειν πολλῶν μοναρχιων, Aristotle, eth. Eud. 1,5, p. 1216a, 2); ἐν ἀτιμοις, Dionysius Halicarnassus, Antiquities 9,44; τίνος, to be master of anyone, exercise authority over one, τοῦ σώματος, to be master of the body, i. e. to have full and entire authority over the body, to hold the body subject to one's will, ὑπό τίνος, to be brought under the power of anyone, Sept. several times in Nehemiah and Ecclesiastes, chiefly for מָשַׁל and שָׁלַט.) (Compare: κατεξουσιάζω.)

Greek Monolingual

(AM ἐξουσιάζω)
έχω ή ασκώ εξουσία («τὴν χώραν ἐξουσιάζω», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)
2. έχω την κυριότητα («το αμπέλι να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῦ μνήματος»)
νεοελλ.
φρ. «εξουσιάζω τον εαυτό μου» — είμαι αυτεξούσιος, δεν υφίσταμαι την κυριαρχία ή την επίδραση κανενός
μσν.
επικρατώ, κυριαρχώ.

Greek Monotonic

ἐξουσιάζω: μέλ. -σω, ασκώ εξουσία, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. σω
to exercise over, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:™xousi£zw 誒克士-烏西阿索
詞類次數:動詞(4)
原文字根:出去-是著(化) 相當於: (מָשַׁל‎) (שָׁלַט‎)
字義溯源:管轄,主權,掌權管理,有權柄,轄制;源自(ἐξουσία)=特權);而 (ἐξουσία)出自(ἔξεστι / ἔξειμι)2 =對的),但 (ἔξεστι / ἔξειμι 2)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(εἰμί)*=是)組成
出現次數:總共(4);路(1);林前(3)
譯字彙編
1) 主權(2) 林前7:4; 林前7:4;
2) 轄制(1) 林前6:12;
3) 掌權管理(1) 路22:25