Anonymous

ἐπιβήτωρ: Difference between revisions

From LSJ
4
(Autenrieth)
(4)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ορος: mounter, ‘[[mounted]] [[warrior]],’ ἵππων, Od. 18.263; designating a [[boar]], συῶν [[ἐπιβήτωρ]], λ 131, Od. 23.278.
|auten=ορος: mounter, ‘[[mounted]] [[warrior]],’ ἵππων, Od. 18.263; designating a [[boar]], συῶν [[ἐπιβήτωρ]], λ 131, Od. 23.278.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἐπιβαίνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε [[άλογο]], <i>ἐπ. ἵππων</i>, [[έφιππος]] [[ιππέας]], [[αναβάτης]] αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. [[γουρούνι]] ([[αρσενικό]]), στο ίδ.· [[ταύρος]], σε Θεόκρ.
}}
}}