Anonymous

ἐπιβήτωρ: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἐπιβαίνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε [[άλογο]], <i>ἐπ. ἵππων</i>, [[έφιππος]] [[ιππέας]], [[αναβάτης]] αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. [[γουρούνι]] ([[αρσενικό]]), στο ίδ.· [[ταύρος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπιβήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἐπιβαίνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε [[άλογο]], <i>ἐπ. ἵππων</i>, [[έφιππος]] [[ιππέας]], [[αναβάτης]] αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. [[γουρούνι]] ([[αρσενικό]]), στο ίδ.· [[ταύρος]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβήτωρ:''' ορος ὁ<br /><b class="num">1)</b> всходящий, садящийся: ἐ. ἵππων Hom. всадник; νεὼς ἐ. Anth. = [[ἐπιβάτης]] 1; συῶν ἐ. Hom. = ὁ [[κάπρος]];<br /><b class="num">2)</b> Theocr. = [[ταῦρος]].
}}
}}