3,277,649
edits
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίσσυτος]], -ον (Α) [[επισεύομαι]]<br /><b>1.</b> (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βίαιος]], [[ξαφνικός]] («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[ἐπίσσυτος]], -ον (Α) [[επισεύομαι]]<br /><b>1.</b> (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βίαιος]], [[ξαφνικός]] («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίσσῠτος:''' -ον ([[ἐπέσσυμαι]], παρακ. του [[ἐπισεύω]]), [[ορμητικός]], αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με [[ορμή]], λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· [[βίαιος]], [[αιφνίδιος]], λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., [[ορμητικός]], [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ. | |||
}} | }} |