Anonymous

ἐπίσσυτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσσυτος]], -ον (Α) [[επισεύομαι]]<br /><b>1.</b> (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βίαιος]], [[ξαφνικός]] («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίσσυτος]], -ον (Α) [[επισεύομαι]]<br /><b>1.</b> (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βίαιος]], [[ξαφνικός]] («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσσῠτος:''' -ον ([[ἐπέσσυμαι]], παρακ. του [[ἐπισεύω]]), [[ορμητικός]], αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με [[ορμή]], λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· [[βίαιος]], [[αιφνίδιος]], λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., [[ορμητικός]], [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ.
}}
}}