Anonymous

ἐπίσσυτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσσῠτος:''' -ον ([[ἐπέσσυμαι]], παρακ. του [[ἐπισεύω]]), [[ορμητικός]], αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με [[ορμή]], λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· [[βίαιος]], [[αιφνίδιος]], λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., [[ορμητικός]], [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐπίσσῠτος:''' -ον ([[ἐπέσσυμαι]], παρακ. του [[ἐπισεύω]]), [[ορμητικός]], αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με [[ορμή]], λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· [[βίαιος]], [[αιφνίδιος]], λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., [[ορμητικός]], [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσσῠτος:''' <b class="num">1)</b> неудержимый, стремительный (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> бурно вторгающийся, внезапный ([[φάμα]] Eur.).
}}
}}