Anonymous

ἐπιδευής: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιδευής]], -ές (Α) [[επιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που στερείται [[κάτι]] («βιότου [[ἐπιδευής]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτωχός]]<br /><b>3.</b> [[ελλιπής]] («ἵνα μή τις δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αδύνατος]], [[αδύναμος]] («[[οὐδέ]] τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ’ ἐπιδευέες ἧμεν» — [[κανείς]] από μάς δεν μπορούσε να τεντώσει τη [[νευρά]] του δυνατού τόξου, [[αλλά]] είμαστε πολύ αδύνατοι γι’ αυτό, <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιδευής]], -ές (Α) [[επιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που στερείται [[κάτι]] («βιότου [[ἐπιδευής]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτωχός]]<br /><b>3.</b> [[ελλιπής]] («ἵνα μή τις δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αδύνατος]], [[αδύναμος]] («[[οὐδέ]] τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ’ ἐπιδευέες ἧμεν» — [[κανείς]] από μάς δεν μπορούσε να τεντώσει τη [[νευρά]] του δυνατού τόξου, [[αλλά]] είμαστε πολύ αδύνατοι γι’ αυτό, <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδευής:''' -ές, ποιητ. και Ιων. αντί [[ἐπιδεής]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[ανάγκη]] ή [[έλλειψη]] από, με γεν., σε Όμηρ., Ηρόδ.· απόλ., στερούμενος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ελλιπής]], αυτός που αποτυγχάνει σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>βίης ἐπιδευέες Ὀδυσῆος</i>, υποδεέστεροι, κατώτεροι του Οδυσσέα στη [[δύναμη]], στο ίδ.· απόλ., ἐπιδευέες [[ἦμεν]], υπερβολικά αδύναμοι ήμασταν, στο ίδ.
}}
}}