ἐπιδευής
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
English (LSJ)
ἐπιδευές, poet. for ἐπιδεής,
A in need or want of, lacking, c. gen., δαιτὸς ἐΐσης, κρειῶν, γάλακτος, etc., Il.9.225, Od.4.87, etc.; βιότου Hes.Th.605; λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς lacking not scathe nor scorn, Il.13.622; τῶν πάντων ἐπιδευέες (v.l.-δεέες) Hdt.4.130: abs., ὅς κ' ἐπιδευής whoever be in want, Il.5.481, cf. Parm.8.33.
II. lacking, failing, ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα that thou may'st have no point of right wanting, Il.19.180: c. gen., βίης ἐπιδευέες failing in strength, Od.21.185; ἐ. θέσφατα μαντοσύνης A.R.2.315: as Comp., βίης ἐπιδευέες εἰμὲν ἀντιθέου Ὀδυσῆος inferior to Ulysses in strength, Od.21.253, cf. h.Ap.338: and abs., πολλὸν δ' ἐπιδευέες ἦμεν far too weak were we, Od.24.171: c. inf., τεθνάκην ὀλίγω 'πιδεύης cj. in Sapph.2.15.
German (Pape)
[Seite 936] ές, ep. = ἐπιδεής, ermangelnd, bedürftig, τυροῦ καὶ κρειῶν Od. 4, 87; δαιτὸς ἐΐσης Il. 9, 225; absolut, κτήματα τά τ' ἔλδεται ὅς κ' ἐπιδευής, sc. αὐτῶν 5, 481; βίης ἐπιδευέες, schwächer, Od. 21, 185, wie εἰ δὲ τοσόνδε βίης ἐπιδευέες εἰμὲν – Ὀδυσῆος 253, vgl. H. Apoll. 338, absolut, οὐδέ τις ἡμείων δύνατο – νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ' ἐπιδευέες ἦμεν, wir waren viel zu schwach, Od. 24, 171; βιότου Hes. Th. 605; τῶν πάντων ἐπιδευέες Her. 4, 130; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 866; – λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς, an Schande u. Schimpf keinen Mangel, d. i. genug davon habend, Il. 13, 622, ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα, damit dir Nichts an deinem Rechte mangele, 19, 180.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui manque de, gén. : δαιτός IL de nourriture ; τῶν πάντων HDT de tout ; abs. qui est dans le besoin ; en parl. de choses abstraites λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευής IL qui n'est pas à l'abri du déshonneur ni de la honte;
2 insuffisant, inférieur, τινος : βίης ἐπιδευής OD inférieur en force ; βίης ἐπιδευής τινος OD inférieur en force à qqn ; abs. insuffisant, trop faible.
Étymologie: ἐπιδεύομαι.
English (Autenrieth)
ές (ἐπιδεύομαι): in need of, lacking, inferior to; δαιτός, Il. 9.225; w. two genitives (and illustrating both meanings at once), βίης ἐπιδευέες εἰμὲν Ὀδυσῆος, Od. 21.253.—Adv., ἐπιδευὲς ἔχειν δίκης, ‘fail of,’ Il. 19.180.
Greek Monolingual
ἐπιδευής, -ές (Α) επιδεύομαι
1. αυτός που στερείται κάτι («βιότου ἐπιδευής», Ησίοδ.)
2. φτωχός
3. ελλιπής («ἵνα μή τις δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα», Ομ. Ιλ.)
4. αδύνατος, αδύναμος («οὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ’ ἐπιδευέες ἧμεν» — κανείς από μάς δεν μπορούσε να τεντώσει τη νευρά του δυνατού τόξου, αλλά είμαστε πολύ αδύνατοι γι’ αυτό, Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπιδευής: -ές, ποιητ. και Ιων. αντί ἐπιδεής,
I. αυτός που έχει ανάγκη ή έλλειψη από, με γεν., σε Όμηρ., Ηρόδ.· απόλ., στερούμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ελλιπής, αυτός που αποτυγχάνει σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· βίης ἐπιδευέες Ὀδυσῆος, υποδεέστεροι, κατώτεροι του Οδυσσέα στη δύναμη, στο ίδ.· απόλ., ἐπιδευέες ἦμεν, υπερβολικά αδύναμοι ήμασταν, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδευής: эп.-ион. (= ἐπιδεής)
1 не имеющий, лишенный, нуждающийся (δαιτός Hom.; βιότου Hes.; τῶν πάντων Her.): κτήματα τά τε ἔλδεται ὅς κ᾽ ἐ. Hom. имущество, которого жаждет (всякий), кто неимущ; ἄλλης λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς Hom. иного (т. е. большего) бесчестия и позора (вам, троянцам) не видать; βίης ἐ. Hom. слабый;
2 более слабый, уступающий (βίης ἐ. Ὀδυσσῆος Hom.).
Middle Liddell
ἐπιδευής, ές poet. and ionic for ἐπιδεής,]
I. in need or want of, c. gen., Hom., Hdt.: absol. in want, Il.
II. lacking, failing in a thing, c. gen., Od.; βίης ἐπιδευέες Ὀδυσῆος inferior to U. in strength, Od.; absol., ἐπιδευέες ἦμεν too weak were we, Od.