3,277,286
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιδευής:''' -ές, ποιητ. και Ιων. αντί [[ἐπιδεής]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[ανάγκη]] ή [[έλλειψη]] από, με γεν., σε Όμηρ., Ηρόδ.· απόλ., στερούμενος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ελλιπής]], αυτός που αποτυγχάνει σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>βίης ἐπιδευέες Ὀδυσῆος</i>, υποδεέστεροι, κατώτεροι του Οδυσσέα στη [[δύναμη]], στο ίδ.· απόλ., ἐπιδευέες [[ἦμεν]], υπερβολικά αδύναμοι ήμασταν, στο ίδ. | |lsmtext='''ἐπιδευής:''' -ές, ποιητ. και Ιων. αντί [[ἐπιδεής]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[ανάγκη]] ή [[έλλειψη]] από, με γεν., σε Όμηρ., Ηρόδ.· απόλ., στερούμενος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ελλιπής]], αυτός που αποτυγχάνει σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>βίης ἐπιδευέες Ὀδυσῆος</i>, υποδεέστεροι, κατώτεροι του Οδυσσέα στη [[δύναμη]], στο ίδ.· απόλ., ἐπιδευέες [[ἦμεν]], υπερβολικά αδύναμοι ήμασταν, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδευής:''' эп.-ион. (= [[ἐπιδεής]])<br /><b class="num">1)</b> не имеющий, лишенный, нуждающийся ([[δαιτός]] Hom.; βιότου Hes.; τῶν πάντων Her.): κτήματα τά τε ἔλδεται ὅς κ᾽ ἐ. Hom. имущество, которого жаждет (всякий), кто неимущ; ἄλλης λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς Hom. иного (т. е. большего) бесчестия и позора (вам, троянцам) не видать; βίης ἐ. Hom. слабый;<br /><b class="num">2)</b> более слабый, уступающий (βίης ἐ. Ὀδυσσῆος Hom.). | |||
}} | }} |