ἐπίχαρις: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίχαρις]], -ι (AM)<br /><b>1.</b> [[χαριτωμένος]], [[ευχάριστος]], [[γεμάτος]] [[χάρη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίχαρι</i><br />α) ευχάριστο [[ήθος]], πολιτισμένη [[συμπεριφορά]]<br />β) [[κομψότητα]] κατασκευής ή συλλογισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάρις]])].
|mltxt=[[ἐπίχαρις]], -ι (AM)<br /><b>1.</b> [[χαριτωμένος]], [[ευχάριστος]], [[γεμάτος]] [[χάρη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίχαρι</i><br />α) ευχάριστο [[ήθος]], πολιτισμένη [[συμπεριφορά]]<br />β) [[κομψότητα]] κατασκευής ή συλλογισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάρις]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχᾰρις:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-χαρι</i>, [[ευχάριστος]], [[συμπαθητικός]], [[αρεστός]], [[χαριτωμένος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὸ ἐπίχαρι</i>, [[ευγένεια]] στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι <i>ἐπιχαριτώτερος</i>, <i>ἐπιχαριτώτατος</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ἐπιχάριτος]]), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, <i>ἐπιχαρίτως</i>, στον ίδ.
}}
}}