Anonymous

ἐπίχαρις: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχᾰρις:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-χαρι</i>, [[ευχάριστος]], [[συμπαθητικός]], [[αρεστός]], [[χαριτωμένος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὸ ἐπίχαρι</i>, [[ευγένεια]] στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι <i>ἐπιχαριτώτερος</i>, <i>ἐπιχαριτώτατος</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ἐπιχάριτος]]), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, <i>ἐπιχαρίτως</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπίχᾰρις:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-χαρι</i>, [[ευχάριστος]], [[συμπαθητικός]], [[αρεστός]], [[χαριτωμένος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὸ ἐπίχαρι</i>, [[ευγένεια]] στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι <i>ἐπιχαριτώτερος</i>, <i>ἐπιχαριτώτατος</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ἐπιχάριτος]]), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, <i>ἐπιχαρίτως</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχᾱρις:''' ι, gen. ῐτος<br /><b class="num">1)</b> любезный, приятный, обходительный (ἐν ταῖς σινουσίαις Xen.): ὧν δὴ [[χάριν]] οὐκ ἐπίχαριν Plat. ирон. по прискорбной милости этих-то (людей);<br /><b class="num">2)</b> ласковый, кроткий ([[θηρίον]] Xen.).
}}
}}