3,277,242
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίχᾰρις:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-χαρι</i>, [[ευχάριστος]], [[συμπαθητικός]], [[αρεστός]], [[χαριτωμένος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὸ ἐπίχαρι</i>, [[ευγένεια]] στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι <i>ἐπιχαριτώτερος</i>, <i>ἐπιχαριτώτατος</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ἐπιχάριτος]]), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, <i>ἐπιχαρίτως</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐπίχᾰρις:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-χαρι</i>, [[ευχάριστος]], [[συμπαθητικός]], [[αρεστός]], [[χαριτωμένος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὸ ἐπίχαρι</i>, [[ευγένεια]] στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι <i>ἐπιχαριτώτερος</i>, <i>ἐπιχαριτώτατος</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ἐπιχάριτος]]), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, <i>ἐπιχαρίτως</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίχᾱρις:''' ι, gen. ῐτος<br /><b class="num">1)</b> любезный, приятный, обходительный (ἐν ταῖς σινουσίαις Xen.): ὧν δὴ [[χάριν]] οὐκ ἐπίχαριν Plat. ирон. по прискорбной милости этих-то (людей);<br /><b class="num">2)</b> ласковый, кроткий ([[θηρίον]] Xen.). | |||
}} | }} |