Anonymous

ἐπιρρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρώννῡμι:''' και -ύω, αόρ. αʹ <i>ἐπέρρωσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> προσθέτω [[δύναμη]] σε, [[δυναμώνω]], [[ενισχύω]] ή [[ενθαρρύνω]], λέγεται για [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., παρακ. <i>ἐπέρρωμαι</i>, υπερσ. <i>ἐπερρώμην</i>, χρησιμ. ως ενεστ. και παρατ. αντίστοιχα· μέλ. <i>ἐπιρρωσθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπερρώσθην]]· [[ανακτώ]] τη δύναμή μου, [[λαμβάνω]], [[αντλώ]] [[θάρρος]], [[κουράγιο]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν</i> (απρόσ.), πήραν [[θάρρος]] να μιλήσουν, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπιρρώννῡμι:''' και -ύω, αόρ. αʹ <i>ἐπέρρωσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> προσθέτω [[δύναμη]] σε, [[δυναμώνω]], [[ενισχύω]] ή [[ενθαρρύνω]], λέγεται για [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., παρακ. <i>ἐπέρρωμαι</i>, υπερσ. <i>ἐπερρώμην</i>, χρησιμ. ως ενεστ. και παρατ. αντίστοιχα· μέλ. <i>ἐπιρρωσθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπερρώσθην]]· [[ανακτώ]] τη δύναμή μου, [[λαμβάνω]], [[αντλώ]] [[θάρρος]], [[κουράγιο]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν</i> (απρόσ.), πήραν [[θάρρος]] να μιλήσουν, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρώννῡμι:''' укреплять, ободрять, придавать духу, вселять мужество (τινά Her., Xen., Plut. и τινὰ πρός τι Plut.): τοὺς μὲν ἐξέπληξεν, τοὺς δὲ πολλῷ [[μᾶλλον]] ἐπέρρωσεν Thuc. на одних он навел страх, а в других вселил еще большую бодрость; ἐπίρρωσον σαυτόν Luc. соберись с силами; οἱ Συρακόσιοι ἐπερρώσθησαν Thuc. сиракузцы воспрянули духом; κείνοις ἐπερρώσθη (impers.) δείν᾽ λέγειν Soph. они осмелились угрожать.
}}
}}