3,251,689
edits
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὔδιος]], -ον) [[ευδία]]<br />(για καιρό, αέρα, [[θάλασσα]] <b>κ.λπ.</b>) [[γαλήνιος]], [[ήσυχος]], [[λαμπρός]], [[ανέφελος]] («χειμὼν [[εὔδιος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[φαιδρός]], [[ήπιος]] («[[εὔδιος]] ἡ [[ψυχή]]», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ειρηνικός]], [[ήσυχος]] («[[εὔδιος]] καὶ γαληνὸς [[βίος]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[εὔδιον]]<br />η [[ιδιότητα]] του ευδίου («τὸ [[εὔδιον]] τοῡ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] όταν [[είναι]] [[καλοκαιρία]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρνει [[καλοκαιρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὔδιον]] και [[εὐδία]] (Α), <i>εὐδίως</i> (Μ)<br />με [[γαλήνη]], [[ήσυχα]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[εὔδιος]], -ον) [[ευδία]]<br />(για καιρό, αέρα, [[θάλασσα]] <b>κ.λπ.</b>) [[γαλήνιος]], [[ήσυχος]], [[λαμπρός]], [[ανέφελος]] («χειμὼν [[εὔδιος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[φαιδρός]], [[ήπιος]] («[[εὔδιος]] ἡ [[ψυχή]]», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ειρηνικός]], [[ήσυχος]] («[[εὔδιος]] καὶ γαληνὸς [[βίος]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[εὔδιον]]<br />η [[ιδιότητα]] του ευδίου («τὸ [[εὔδιον]] τοῡ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] όταν [[είναι]] [[καλοκαιρία]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρνει [[καλοκαιρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὔδιον]] και [[εὐδία]] (Α), <i>εὐδίως</i> (Μ)<br />με [[γαλήνη]], [[ήσυχα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔδιος:''' -ον ([[δῖος]]), [[γαλήνιος]], [[ήρεμος]], [[καλός]], [[ωραίος]], [[λαμπρός]], [[καθαρός]], λέγεται για τον καιρό, για τη [[θάλασσα]] κ.λπ., σε Ξεν., Θεόκρ.· ουδ. [[εὔδιον]], <i>εὔδια</i>, ως επίρρ., σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ. [[εὐδιαίτερος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |