Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔδιος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔδιος:''' -ον ([[δῖος]]), [[γαλήνιος]], [[ήρεμος]], [[καλός]], [[ωραίος]], [[λαμπρός]], [[καθαρός]], λέγεται για τον καιρό, για τη [[θάλασσα]] κ.λπ., σε Ξεν., Θεόκρ.· ουδ. [[εὔδιον]], <i>εὔδια</i>, ως επίρρ., σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ. [[εὐδιαίτερος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὔδιος:''' -ον ([[δῖος]]), [[γαλήνιος]], [[ήρεμος]], [[καλός]], [[ωραίος]], [[λαμπρός]], [[καθαρός]], λέγεται για τον καιρό, για τη [[θάλασσα]] κ.λπ., σε Ξεν., Θεόκρ.· ουδ. [[εὔδιον]], <i>εὔδια</i>, ως επίρρ., σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ. [[εὐδιαίτερος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔδιος:''' <b class="num">1)</b> спокойный, тихий ([[λιμήν]] Diod., Luc.; πρὸς πλόον Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> теплый, мягкий ([[ἄνεμος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> спокойный, ясный, веселый (sc. [[ἀνήρ]] Anth.).
}}
}}