3,277,198
edits
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ζεύγλα]] και [[ζεύλα]], η (AM [[ζεύγλη]], Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)<br />(για υποζύγια) καμπύλο [[μέρος]] του ζυγού στο οποίο μπαίνει ο [[τράχηλος]] του ζώου («[[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ [[ζυγόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα [[άκρα]] του ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων<br /><b>2.</b> [[υποτέλεια]], [[ζυγός]] δουλείας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αφοσίωση]] στον θεό<br /><b>2.</b> ο ευλογημένος [[δεσμός]] του γάμου<br /><b>3.</b> η [[ιερωσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ζεύγος]], το [[ζευγάρι]]<br /><b>2.</b> ο [[ιμάντας]] που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]] (<b>βλ.</b> και [[ζεύγος]]). Από τον τ. [[ζεύγλα]], με [[απλοποίηση]] του συμφων. συμπλέγματος -<i>γλ</i>- σε -<i>βλ</i>-, προήλθε ο τ. [[ζεύλα]]]. | |mltxt=και [[ζεύγλα]] και [[ζεύλα]], η (AM [[ζεύγλη]], Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)<br />(για υποζύγια) καμπύλο [[μέρος]] του ζυγού στο οποίο μπαίνει ο [[τράχηλος]] του ζώου («[[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ [[ζυγόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα [[άκρα]] του ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων<br /><b>2.</b> [[υποτέλεια]], [[ζυγός]] δουλείας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αφοσίωση]] στον θεό<br /><b>2.</b> ο ευλογημένος [[δεσμός]] του γάμου<br /><b>3.</b> η [[ιερωσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ζεύγος]], το [[ζευγάρι]]<br /><b>2.</b> ο [[ιμάντας]] που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]] (<b>βλ.</b> και [[ζεύγος]]). Από τον τ. [[ζεύγλα]], με [[απλοποίηση]] του συμφων. συμπλέγματος -<i>γλ</i>- σε -<i>βλ</i>-, προήλθε ο τ. [[ζεύλα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζεύγλη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> καμπυλωτό [[μέρος]] του ζυγού ([[ζυγόν]]) στον οποίο έμπαινε ο [[τράχηλος]] του ζώου που επρόκειτο να ζευχθεί, έτσι ώστε το [[ζυγόν]] να έχει [[δύο]] <i>ζεύγλας</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιμάντας]] ή [[ξύλο]] που ενώνει [[δύο]] πηδάλια, σε Ευρ. | |||
}} | }} |