Anonymous

ζεύγλη: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζεύγλη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> καμπυλωτό [[μέρος]] του ζυγού ([[ζυγόν]]) στον οποίο έμπαινε ο [[τράχηλος]] του ζώου που επρόκειτο να ζευχθεί, έτσι ώστε το [[ζυγόν]] να έχει [[δύο]] <i>ζεύγλας</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιμάντας]] ή [[ξύλο]] που ενώνει [[δύο]] πηδάλια, σε Ευρ.
|lsmtext='''ζεύγλη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> καμπυλωτό [[μέρος]] του ζυγού ([[ζυγόν]]) στον οποίο έμπαινε ο [[τράχηλος]] του ζώου που επρόκειτο να ζευχθεί, έτσι ώστε το [[ζυγόν]] να έχει [[δύο]] <i>ζεύγλας</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιμάντας]] ή [[ξύλο]] που ενώνει [[δύο]] πηδάλια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζεύγλη:''' дор. [[ζεῦγλα|ζεῦγλᾰ]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> яремный хомут ([[ζυγόν]] состояло из двух ζεῦγλαι) Hom., Pind., Aesch., Her.;<br /><b class="num">2)</b> (= [[ζυγόν]]) ярмо: ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζεύγλην Her. надеть на себя ярмо; ζ. [[δούλη]] Anth. ярмо рабства;<br /><b class="num">3)</b> pl. ζεῦγλαι рулевые ремни, впосл. деревянная поперечина (для укрепления руля): πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίεσθαι Eur. опустить (в воду) руль на ремнях, т. е. поставить руль.
}}
}}