Anonymous

ζῆλος: Difference between revisions

From LSJ
1,643 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ζῆλος]], ὁ και [[ζῆλος]], το, Α και ζᾱλος, ὁ)<br /><b>1.</b> ψυχική [[ζέση]], [[προθυμία]] για την [[εκτέλεση]] έργου ή [[αφοσίωση]] σε κάποια [[αποστολή]] (α. «εργάζεται με ζήλο» β. «ὁ [[ζῆλος]] τοῡ οἴκου Σου κατέφαγέ με», ΠΔ)<br /><b>2.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[έντονος]] [[πόθος]] («... θαυμάζουσι τὴν ἡδονὴν τῆς κόρης, [[ζῆλος]] ἐνέπεσεν σ' αὐτοὺς ἵνα τὴν ἀναρπάξουν», Διγ. Ακρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθόνος]], [[ζηλοτυπία]] («διὰ ζῆλον τῶν γεγενημένων καὶ φθόνον τῶν πεπραγμένων», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[προθυμία]] για [[μίμηση]] κάποιου, [[θαυμασμός]] («κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> δικαιολογημένη [[αντίθεση]] και [[αγανάκτηση]] («[[ζῆλος]] κατὰ τῶν πολεμίων», Θεοδώρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] τών ευγενικών επιδιώξεων<br /><b>2.</b> η σταθερή [[επιδίωξη]] ορισμένου ύφους στον λόγο («τοῡ Ἀσιανοῡ λεγομένου ζήλου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορμή]], [[σφοδρότητα]] («πυρὸς [[ζῆλος]] ἐσθίειν τοὺς ὑπεναντίους ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ζῆλος]] τῆς πολιτείας» — οι γενικές αρχές που διέπουν το πολιτικό [[καθεστώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενές πιθ. με τα [[ζητρός]], [[ζητέω]]-<i>ώ</i>, [[ζημία]], [[δίζημαι]], [[αλλά]] [[χωρίς]] σαφείς αντιστοιχίες στις άλλες ΙΕ γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ζηλεύω]] <b>αρχ.</b> [[ζαλέω]], [[ζηλαίος]], [[ζηλέω]]<br />[[ζηλοσύνη]], [[ζηλόω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Α' συνθετικό) [[ζηλότυπος]], <b>αρχ.</b> [[ζηλοδοτήρ]], [[ζηλομανής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζηλοπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζηλόφθονος]]. (Β' συνθετικό) [[άζηλος]], [[αντίζηλος]], [[επίζηλος]], [[κακόζηλος]], [[πολύζηλος]], [[χαμαίζηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγάζηλος</i>, <i>ανομόζηλος</i>, [[αρίζηλος]], [[βαρύζηλος]], [[δύσζηλος]], [[ετερόζηλος]], [[εύζηλος]], [[μεγαλόζηλος]], [[ομόζηλος]], [[παναρίζηλος]], <i>φιλόζηλος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περίζηλος]].———————— <b>(II)</b><br />ο<br />υμενόπτερο της οικογένειας τών βροκονιδών.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ζῆλος]], ὁ και [[ζῆλος]], το, Α και ζᾱλος, ὁ)<br /><b>1.</b> ψυχική [[ζέση]], [[προθυμία]] για την [[εκτέλεση]] έργου ή [[αφοσίωση]] σε κάποια [[αποστολή]] (α. «εργάζεται με ζήλο» β. «ὁ [[ζῆλος]] τοῡ οἴκου Σου κατέφαγέ με», ΠΔ)<br /><b>2.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[έντονος]] [[πόθος]] («... θαυμάζουσι τὴν ἡδονὴν τῆς κόρης, [[ζῆλος]] ἐνέπεσεν σ' αὐτοὺς ἵνα τὴν ἀναρπάξουν», Διγ. Ακρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθόνος]], [[ζηλοτυπία]] («διὰ ζῆλον τῶν γεγενημένων καὶ φθόνον τῶν πεπραγμένων», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[προθυμία]] για [[μίμηση]] κάποιου, [[θαυμασμός]] («κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> δικαιολογημένη [[αντίθεση]] και [[αγανάκτηση]] («[[ζῆλος]] κατὰ τῶν πολεμίων», Θεοδώρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] τών ευγενικών επιδιώξεων<br /><b>2.</b> η σταθερή [[επιδίωξη]] ορισμένου ύφους στον λόγο («τοῡ Ἀσιανοῡ λεγομένου ζήλου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορμή]], [[σφοδρότητα]] («πυρὸς [[ζῆλος]] ἐσθίειν τοὺς ὑπεναντίους ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ζῆλος]] τῆς πολιτείας» — οι γενικές αρχές που διέπουν το πολιτικό [[καθεστώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενές πιθ. με τα [[ζητρός]], [[ζητέω]]-<i>ώ</i>, [[ζημία]], [[δίζημαι]], [[αλλά]] [[χωρίς]] σαφείς αντιστοιχίες στις άλλες ΙΕ γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ζηλεύω]] <b>αρχ.</b> [[ζαλέω]], [[ζηλαίος]], [[ζηλέω]]<br />[[ζηλοσύνη]], [[ζηλόω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Α' συνθετικό) [[ζηλότυπος]], <b>αρχ.</b> [[ζηλοδοτήρ]], [[ζηλομανής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζηλοπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζηλόφθονος]]. (Β' συνθετικό) [[άζηλος]], [[αντίζηλος]], [[επίζηλος]], [[κακόζηλος]], [[πολύζηλος]], [[χαμαίζηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγάζηλος</i>, <i>ανομόζηλος</i>, [[αρίζηλος]], [[βαρύζηλος]], [[δύσζηλος]], [[ετερόζηλος]], [[εύζηλος]], [[μεγαλόζηλος]], [[ομόζηλος]], [[παναρίζηλος]], <i>φιλόζηλος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περίζηλος]].———————— <b>(II)</b><br />ο<br />υμενόπτερο της οικογένειας τών βροκονιδών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζῆλος:''' -ου, ὁ, [[έπειτα]] -εος, τό (πιθ. από το [[ρήμα]] [[ζέω]])<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συναγωνισμός]] με [[προθυμία]], [[ενθουσιώδης]] [[άμιλλα]], ένθερμη [[προσπάθεια]] μίμησης με σκοπό να μοιάσει [[κάποιος]] σε [[κάτι]] που θεωρείται [[πρότυπο]], ευγενές [[πάθος]] για [[επικράτηση]], αντίθ. προς το [[φθόνος]] ([[ζηλοτυπία]]), σε Πλάτ. κ.λπ.· [[αλλά]], επίσης, [[ζηλοτυπία]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[προθυμία]] για [[μίμηση]] κάποιου προσώπου, σε Σοφ., Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[συναγωνισμός]], [[άμιλλα]] που εκδηλώνεται για την [[απόκτηση]] κάποιου πράγματος, σε Ευρ.· [[ζῆλος]] πλούτου, σε Πλούτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., το [[αντικείμενο]] του συναγωνισμού ή το [[αντικείμενο]] του πόθου, [[ευτυχία]], [[ευδαιμονία]], [[τιμή]], [[δόξα]], σε Σοφ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για το ύφος λόγου, [[υπερβολή]], [[επιτήδευση]], φραστική [[ακρότητα]], σε Πλούτ.· επίσης, [[αγριότητα]], [[ορμητικότητα]], [[βιαιότητα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}