Anonymous

ζῆλος: Difference between revisions

From LSJ
2,135 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζῆλος:''' -ου, ὁ, [[έπειτα]] -εος, τό (πιθ. από το [[ρήμα]] [[ζέω]])<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συναγωνισμός]] με [[προθυμία]], [[ενθουσιώδης]] [[άμιλλα]], ένθερμη [[προσπάθεια]] μίμησης με σκοπό να μοιάσει [[κάποιος]] σε [[κάτι]] που θεωρείται [[πρότυπο]], ευγενές [[πάθος]] για [[επικράτηση]], αντίθ. προς το [[φθόνος]] ([[ζηλοτυπία]]), σε Πλάτ. κ.λπ.· [[αλλά]], επίσης, [[ζηλοτυπία]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[προθυμία]] για [[μίμηση]] κάποιου προσώπου, σε Σοφ., Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[συναγωνισμός]], [[άμιλλα]] που εκδηλώνεται για την [[απόκτηση]] κάποιου πράγματος, σε Ευρ.· [[ζῆλος]] πλούτου, σε Πλούτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., το [[αντικείμενο]] του συναγωνισμού ή το [[αντικείμενο]] του πόθου, [[ευτυχία]], [[ευδαιμονία]], [[τιμή]], [[δόξα]], σε Σοφ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για το ύφος λόγου, [[υπερβολή]], [[επιτήδευση]], φραστική [[ακρότητα]], σε Πλούτ.· επίσης, [[αγριότητα]], [[ορμητικότητα]], [[βιαιότητα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ζῆλος:''' -ου, ὁ, [[έπειτα]] -εος, τό (πιθ. από το [[ρήμα]] [[ζέω]])<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συναγωνισμός]] με [[προθυμία]], [[ενθουσιώδης]] [[άμιλλα]], ένθερμη [[προσπάθεια]] μίμησης με σκοπό να μοιάσει [[κάποιος]] σε [[κάτι]] που θεωρείται [[πρότυπο]], ευγενές [[πάθος]] για [[επικράτηση]], αντίθ. προς το [[φθόνος]] ([[ζηλοτυπία]]), σε Πλάτ. κ.λπ.· [[αλλά]], επίσης, [[ζηλοτυπία]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[προθυμία]] για [[μίμηση]] κάποιου προσώπου, σε Σοφ., Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[συναγωνισμός]], [[άμιλλα]] που εκδηλώνεται για την [[απόκτηση]] κάποιου πράγματος, σε Ευρ.· [[ζῆλος]] πλούτου, σε Πλούτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., το [[αντικείμενο]] του συναγωνισμού ή το [[αντικείμενο]] του πόθου, [[ευτυχία]], [[ευδαιμονία]], [[τιμή]], [[δόξα]], σε Σοφ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για το ύφος λόγου, [[υπερβολή]], [[επιτήδευση]], φραστική [[ακρότητα]], σε Πλούτ.· επίσης, [[αγριότητα]], [[ορμητικότητα]], [[βιαιότητα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ζῆλος:''' ὁ, NT тж. ζήλος, εος τό<br /><b class="num">1)</b> рвение, усердие, соревнование (ἐμβαλεῖν ζῆλόν τινι Plut.): ἐπιεικές ἐστιν ὁ ζ. καὶ ἐπιεικῶν, τὸ δὲ φθονεῖν [[φαῦλον]] καὶ φαύλων Arst. соревнование есть благородное чувство у благородных же, тогда как зависть есть чувство дурное у дурных: ζ. τινος Soph., Plut., NT, πρός τινα и πρός τι Plut., Luc. и [[ὑπέρ]] τινος NT ревностное отношение к кому(чему)-л.; κατὰ ζῆλον Ἡραχλέους Plut. соревнуясь с Гераклом, т. е. стремясь идти по стопам Геракла; ζ. τῶν ἀρίστων Luc. подражание лучшим;<br /><b class="num">2)</b> зависть, соперничество (ζ. καὶ [[φθόνος]] Plat.; ζ. καὶ [[ἐριθεία]] NT): ζῆλον ἔχειν τινός Eur. возбуждать соперничество из-за чего-л.; ζήλῳ ἐπιβλέπειν τύχαις τινός Soph. с завистью взирать на чье-л. преуспеяние; ἦλθεν ζ., ἀπὸ ζήλου δε [[φθόνος]] Plat. явилась зависть, а из зависти (родилась) ненависть; πυρὸς ζ. NT яростный огонь;<br /><b class="num">3)</b> (любовная) ревность ([[βαλεῖν]] τινα ζήλοις Anth.);<br /><b class="num">4)</b> предмет рвения, цель соревнования, т. е. счастье (ζ. καὶ [[τιμή]], ζ. καὶ [[χαρά]] Dem.): οἵας λατρείας ἀνθ᾽ ὅσου ζήλου τρέφει! Soph. на какое рабство обменяла (жена Эанта) такое счастье!;<br /><b class="num">5)</b> выспренний стиль, цветистость (Ἀσιανὸς ζ. τῶν λόγων Plut.).
}}
}}