Anonymous

ἡδύχροος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡδύχροος:''' -ον ([[χρόα]]), συνηρ. -χρους, -ουν, αυτός που έχει [[γλυκό]] [[χρώμα]], καθαρή [[επιφάνεια]], απαλή και όμορφη [[επιδερμίδα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἡδύχροος:''' -ον ([[χρόα]]), συνηρ. -χρους, -ουν, αυτός που έχει [[γλυκό]] [[χρώμα]], καθαρή [[επιφάνεια]], απαλή και όμορφη [[επιδερμίδα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδύχροος:''' стяж. [[ἡδύχρους]] 2 нежного цвета ([[μέτωπον]] Anth.).
}}
}}