Anonymous

ἠριπόλη: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠριπόλη]], ή (Α)<br />αυτή που βαδίζει το [[πρωί]], η [[αυγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ήρι</i> «[[νωρίς]], [[πρωί]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πόλη]], θηλ. του -[[πόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «[[βαδίζω]]»].
|mltxt=[[ἠριπόλη]], ή (Α)<br />αυτή που βαδίζει το [[πρωί]], η [[αυγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ήρι</i> «[[νωρίς]], [[πρωί]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πόλη]], θηλ. του -[[πόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «[[βαδίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠριπόλη:''' ἡ ([[πολέω]]), αυτή που βαδίζει το [[πρωί]]· ως ουσ., όπως το [[ἠριγένεια]], το [[πρωί]], σε Ανθ.
}}
}}