Anonymous

ἠριπόλη: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠριπόλη:''' ἡ ([[πολέω]]), αυτή που βαδίζει το [[πρωί]]· ως ουσ., όπως το [[ἠριγένεια]], το [[πρωί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἠριπόλη:''' ἡ ([[πολέω]]), αυτή που βαδίζει το [[πρωί]]· ως ουσ., όπως το [[ἠριγένεια]], το [[πρωί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠρῐπόλη:''' ἡ появляющаяся ранним утром, т. е. заря, рассвет ([[φέγγος]] ἠριπόλης Anth.).
}}
}}