ἠριπόλη
English (LSJ)
ἡ, (πολέω) early-walking: hence, dawn, AP5.227 (Paul. Sil.), 253 (ld.).
German (Pape)
[Seite 1176] ἡ, die früh Wandelnde, Eos, dah. der Morgen, ἄχρι δωδεκάτης ἠριπόλης Paul. Sil. 24 (V, 254), vgl. 22 (V, 228).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἠρῐπόλη: ἡ появляющаяся ранним утром, т. е. заря, рассвет (φέγγος ἠριπόλης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠριπόλη: ἡ, (πολέω) ἡ τὸ πρωὶ περιφερομένη, βαδίζουσα, ἀκολούθως ὡς τὸ ἠριγένεια, ἡ πρωία, ἡ ἠώς, Ἀνθ. Π. 5. 228, 254.
Greek Monolingual
ἠριπόλη, ή (Α)
αυτή που βαδίζει το πρωί, η αυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + -πόλη, θηλ. του -πόλος < πέλομαι «βαδίζω»].
Greek Monotonic
ἠριπόλη: ἡ (πολέω), αυτή που βαδίζει το πρωί· ως ουσ., όπως το ἠριγένεια, το πρωί, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἠρι-πόλη, ἡ, πολέω
early-walking: as substantive the morn, Anth.