3,277,300
edits
(16) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠίθεος]] και συνηρ. τ. [[ήθεος]], δωρ. φθεος, αιολ. [[ἠΐθεος]], ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α)<br /><b>1.</b> [[άγαμος]], [[ανύπαντρος]] [[νέος]], [[νέος]] που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το [[παλικάρι]] («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>επιγρ.</b> <i>οἱ ἠΐθεοι</i><br />οι σκιές, τα φαντάσματα αυτών που είχαν πεθάνει άγαμοι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Ἠίθεοι ἤ [[Θησεύς]]» — [[τίτλος]] ποιήματος του Βακχυλίδη<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ ἡϊθέη</i><br />η [[παρθένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηFιθεFος</i>. Ανάγεται πιθ. σε IE <i>widhew</i><i>ā</i> «[[χήρα]]», [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>vidhav</i><i>ā</i>, το γοτθ. <i>widuwo</i> (αγγλ. <i>widow</i>), το ρωσ. <i>vdova</i> και το λατ. <i>vidua</i>, όλα με την [[ίδια]] [[σημασία]]. Αντίστοιχο [[αρσενικό]] απαντά [[επίσης]] σε ορισμένες γλώσσες, όπως το λατ. <i>viduus</i> και το ρωσ. <i>vdovyĭ</i>. Αν και οι μορφικές αντιστοιχίες [[είναι]] σημαντικές, προκύπτουν [[ωστόσο]] προβλήματα: α) θα [[πρέπει]] να δεχθεί [[κανείς]] ότι [[αντίστοιχος]] [[θηλυκός]] τ. υπήρξε και στην Ελληνική, [[αλλά]] πολύ [[νωρίς]] αντικαταστάθηκε από το [[χήρα]] ώστε να παραμείνει [[αμάρτυρος]] (το <i>ηϊθέη</i> [[είναι]] μτγν.)<br />β) επήλθε [[πράγματι]] σημασιολογική [[εξέλιξη]], που μετέβαλε τη [[σημασία]] «[[χήρος]]» σε «ανύπανδρος»; Πρόβλημα παρουσιάζει και το αρχικό <i>η</i>-, που πιθ. να αποτελεί [[μετρική]] [[έκταση]] ενός προθεματικού <i>ε</i>-, ενώ, κατ' άλλους, δεν [[είναι]] [[παρά]] το ίδιο το [[πρόθεμα]]. (Ο [[κερκυραϊκός]] τ. <i>ᾴθεος</i> θεωρείται «υπερδωρισμός», άστοχη δηλ. [[μίμηση]] της δωρικής διαλέκτου). Αξιοσημείωτη, [[τέλος]], [[είναι]] η [[παντελής]] [[έλλειψη]] παραγώγων και συνθέτων στην Ελληνική]. | |mltxt=[[ἠίθεος]] και συνηρ. τ. [[ήθεος]], δωρ. φθεος, αιολ. [[ἠΐθεος]], ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α)<br /><b>1.</b> [[άγαμος]], [[ανύπαντρος]] [[νέος]], [[νέος]] που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το [[παλικάρι]] («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>επιγρ.</b> <i>οἱ ἠΐθεοι</i><br />οι σκιές, τα φαντάσματα αυτών που είχαν πεθάνει άγαμοι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Ἠίθεοι ἤ [[Θησεύς]]» — [[τίτλος]] ποιήματος του Βακχυλίδη<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ ἡϊθέη</i><br />η [[παρθένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηFιθεFος</i>. Ανάγεται πιθ. σε IE <i>widhew</i><i>ā</i> «[[χήρα]]», [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>vidhav</i><i>ā</i>, το γοτθ. <i>widuwo</i> (αγγλ. <i>widow</i>), το ρωσ. <i>vdova</i> και το λατ. <i>vidua</i>, όλα με την [[ίδια]] [[σημασία]]. Αντίστοιχο [[αρσενικό]] απαντά [[επίσης]] σε ορισμένες γλώσσες, όπως το λατ. <i>viduus</i> και το ρωσ. <i>vdovyĭ</i>. Αν και οι μορφικές αντιστοιχίες [[είναι]] σημαντικές, προκύπτουν [[ωστόσο]] προβλήματα: α) θα [[πρέπει]] να δεχθεί [[κανείς]] ότι [[αντίστοιχος]] [[θηλυκός]] τ. υπήρξε και στην Ελληνική, [[αλλά]] πολύ [[νωρίς]] αντικαταστάθηκε από το [[χήρα]] ώστε να παραμείνει [[αμάρτυρος]] (το <i>ηϊθέη</i> [[είναι]] μτγν.)<br />β) επήλθε [[πράγματι]] σημασιολογική [[εξέλιξη]], που μετέβαλε τη [[σημασία]] «[[χήρος]]» σε «ανύπανδρος»; Πρόβλημα παρουσιάζει και το αρχικό <i>η</i>-, που πιθ. να αποτελεί [[μετρική]] [[έκταση]] ενός προθεματικού <i>ε</i>-, ενώ, κατ' άλλους, δεν [[είναι]] [[παρά]] το ίδιο το [[πρόθεμα]]. (Ο [[κερκυραϊκός]] τ. <i>ᾴθεος</i> θεωρείται «υπερδωρισμός», άστοχη δηλ. [[μίμηση]] της δωρικής διαλέκτου). Αξιοσημείωτη, [[τέλος]], [[είναι]] η [[παντελής]] [[έλλειψη]] παραγώγων και συνθέτων στην Ελληνική]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠίθεος:''' [ῐ], Αττ. συνηρ. [[ᾔθεος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[νέος]] που παραμένει [[ακόμα]] [[άγαμος]]· [[παρθένος]] ἠίθεός τε, σε Όμηρ.· <i>χοροὺς παρθένων τε καὶ ἠιθέων</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> σπάνιο ως θηλ., ἠιθέη = [[παρθένος]] (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |