Anonymous

ἠίθεος: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠίθεος:''' [ῐ], Αττ. συνηρ. [[ᾔθεος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[νέος]] που παραμένει [[ακόμα]] [[άγαμος]]· [[παρθένος]] ἠίθεός τε, σε Όμηρ.· <i>χοροὺς παρθένων τε καὶ ἠιθέων</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> σπάνιο ως θηλ., ἠιθέη = [[παρθένος]] (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἠίθεος:''' [ῐ], Αττ. συνηρ. [[ᾔθεος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[νέος]] που παραμένει [[ακόμα]] [[άγαμος]]· [[παρθένος]] ἠίθεός τε, σε Όμηρ.· <i>χοροὺς παρθένων τε καὶ ἠιθέων</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> σπάνιο ως θηλ., ἠιθέη = [[παρθένος]] (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> a [[youth]] [[just]] [[come]] to [[manhood]], but not yet married, [[παρθένος]] ἠίθεός τε Hom.; χοροὺς παρθένων τε καὶ ἠιθέων Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[rare]] as fem., ἠιθέη = [[παρθένος]]. [deriv. uncertain]
}}
}}