ἠίθεος

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠίθεος Medium diacritics: ἠίθεος Low diacritics: ηίθεος Capitals: ΗΙΘΕΟΣ
Transliteration A: ēítheos Transliteration B: ēitheos Transliteration C: iitheos Beta Code: h)i/qeos

English (LSJ)

[ῐ], contr. ᾔθεος (v.infr.), Dor. ᾄθεος Cerc.9.11, but Aeol. (?) ἠΐθεος Sapph. (v. infr.): ὁ:—
A unmarried youth (ἠίθεον ἢ καὶ γεγαμηκότα ἄπαιδα Pl.Lg.877e), Sapph.Supp.20a.18 (pl.); παρθένος ἠ. τε joined, Il.22.127, al.; χοροὺς παρθένων τε καὶ ἠιθέων Hdt.3.48, cf. Plu. Thes.15; including παρθένοι, B.16 tit., cf. 43, al.; of the θεωροί sent to Delos, Arist.Ath.56.3; οὐ γάρ ἐστιν ᾔθεος E.Ph.945; of animals, unmated, Pl.Lg.840d: later as adjective, παῖδες ἠίθεοι Plu.Thes.17; ἠϊθέοισιν ἐφήβοισιν IG3.1151.
2 ἠίθεοι, οἱ, ghosts of those who die unmarried, Tab.Defix.Aud.52.7.
II rare as fem., ἠϊθέη,= παρθένος, Nic.Fr.74.64, AP9.241 (Antip.<Thess.>); κόρη ᾔθεος Eup.332.
III metaph. as adjective, νοῦς Porph.Marc.33. (ἠιθ- should be read as ᾐθ- in Prose.)

Greek (Liddell-Scott)

ἠίθεος: ῐ, Ἀττ. συνῃρ. ᾔθεος, ὁ, νεανίας ἄγαμος ἔτι, «παλληκάρι», ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ θηλυκὸν παρθένος, (μέχρι μὲν παιδογονίας ᾔθεοι... ζῶσιν Πλάτ. Νόμ. 840D, πρβλ. 877Ε, Ruhnk. Τίμ.), ἐντεῦθεν, παρθένος, ἠίθεός τε, συνδυάζονται, Ἰλ. Σ. 593, Χ. 127, πρβλ. Ὀδ. Λ. 38· χοροὺς παρθένων τε καὶ ἠιθέων Ἡρόδ. 3. 48· οὐ γάρ ἐστιν ᾔθεος Εὐρ. Φοιν. 945· - παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., παῖς ἠίθεος Πλούτ. Θησ. 17· ἠιθέοισιν ἐφήβοισιν Συλλ. Ἐπιγρ. 246. ΙΙ. σπάνιον ὡς θηλ., ἠιθέη = παρθένος, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 684C, Ἀνθ. Π. 9. 241· κόρη ᾔθεος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 40 (ἡ ἀρχὴ ἀβέβαιος).

English (Autenrieth)

unmarried youth, bachelor; παρθένος ἠίθεός τε, Σ, Od. 11.38.

Greek Monolingual

ἠίθεος και συνηρ. τ. ήθεος, δωρ. φθεος, αιολ. ἠΐθεος, ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α)
1. άγαμος, ανύπαντρος νέος, νέος που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το παλικάρι («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», Ηρόδ.)
2. οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο
3. στον πληθ. επιγρ. οἱ ἠΐθεοι
οι σκιές, τα φαντάσματα αυτών που είχαν πεθάνει άγαμοι
4. φρ. «Ἠίθεοι ἤ Θησεύς» — τίτλος ποιήματος του Βακχυλίδη
5. το θηλ. ἡ ἡϊθέη
η παρθένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηFιθεFος. Ανάγεται πιθ. σε IE widhewā «χήρα», οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. vidhavā, το γοτθ. widuwo (αγγλ. widow), το ρωσ. vdova και το λατ. vidua, όλα με την ίδια σημασία. Αντίστοιχο αρσενικό απαντά επίσης σε ορισμένες γλώσσες, όπως το λατ. viduus και το ρωσ. vdovyĭ. Αν και οι μορφικές αντιστοιχίες είναι σημαντικές, προκύπτουν ωστόσο προβλήματα: α) θα πρέπει να δεχθεί κανείς ότι αντίστοιχος θηλυκός τ. υπήρξε και στην Ελληνική, αλλά πολύ νωρίς αντικαταστάθηκε από το χήρα ώστε να παραμείνει αμάρτυρος (το ηϊθέη είναι μτγν.)
β) επήλθε πράγματι σημασιολογική εξέλιξη, που μετέβαλε τη σημασία «χήρος» σε «ανύπανδρος»; Πρόβλημα παρουσιάζει και το αρχικό η-, που πιθ. να αποτελεί μετρική έκταση ενός προθεματικού ε-, ενώ, κατ' άλλους, δεν είναι παρά το ίδιο το πρόθεμα. (Ο κερκυραϊκός τ. ᾴθεος θεωρείται «υπερδωρισμός», άστοχη δηλ. μίμηση της δωρικής διαλέκτου). Αξιοσημείωτη, τέλος, είναι η παντελής έλλειψη παραγώγων και συνθέτων στην Ελληνική].

Greek Monotonic

ἠίθεος: [ῐ], Αττ. συνηρ. ᾔθεος, ὁ,
I. ο νέος που παραμένει ακόμα άγαμος· παρθένος ἠίθεός τε, σε Όμηρ.· χοροὺς παρθένων τε καὶ ἠιθέων, σε Ηρόδ.
II. σπάνιο ως θηλ., ἠιθέη = παρθένος (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell


I. a youth just come to manhood, but not yet married, παρθένος ἠίθεός τε Hom.; χοροὺς παρθένων τε καὶ ἠιθέων Hdt.
II. rare as fem., ἠιθέη = παρθένος. [deriv. uncertain]

Translations

unmarried

Albanian: pamartuar; Armenian: չամուսնացած, ամուրի; Assamese: আবিয়ৈ; Belarusian: нежанаты, незамужняя; Bulgarian: неженен, неомъ́жена; Catalan: solter; Chinese Mandarin: 獨身/独身; Czech: svobodný, neženatý, svobodná, nevdaná; Danish: ugift; Dutch: ongehuwd, alleenstaand, ongetrouwd; Finnish: naimaton, vapaa; French: célibataire; Galician: solteiro; Georgian: დაუქორწინებელი, დაუოჯახებელი, დასაოჯახებელი, უცოლო, უქმრო, უცოლშვილო, უქმარშვილო, მარტოხელა, გაუთხოვარი; German: unverheiratet, ledig, solo; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌹𐌿𐌲𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: ανύπαντρος, άγαμος; Ancient Greek: ἀγάμετος, ἀγάμητος, ἀγάμιος, ἄγαμος, ἀγύναικος, ἀγύναιξ, ἀγύναιος, ἀγύνης, ἄγυνος, ἀδέμνιος, ἄζαμος, ἄζευκτος, ἄζευκτος γάμου, ἄζυγος, ἄζυξ, ἀθαλάμευτος, ᾄθεος, ἀΐθεος, ἄλεκτρος, ἀλέκτωρ, ἄλοχος, ἀμοιρόγαμος, ἄνανδρος, ἀνέγγυος, ἀνύμφευτος, ἄνυμφος, ἀπειρόγαμος, ἀπειρολεχής, ἀστεφάνωτος, ἄωρος, ᾔθεος, ἠίθεος, ἠΐθεος; Hungarian: nőtlen, hajadon; Icelandic: ógiftur, ókvæntur; Ido: nemariajata, nemariajita; Irish: neamhphósta, singil; Italian: celibe, nubile; Japanese: 独身, 未婚; Latin: caelebs, innuptus; Macedonian: неоженет, неомажена; Manx: neuphoost, gyn poosey; Maori: takakau, kiritapu; Navajo: bízhą́; Norwegian: ugift; Old English: ǣmettig; Persian: مجرد‎; Plautdietsch: lädich; Polish: nieżonaty, niezamężna, niewydany, niewydana; Portuguese: solteiro; Romanian: necăsătorit, burlac; Russian: неженатый, холостой, незамужняя; Serbo-Croatian Cyrillic: нео̀жењен, не̏уда̄н or не̏уда̄т; Roman: neòženjen, nȅudān or nȅudāt; Slovak: slobodný, neženatý, slobodná, nevydatá; Slovene: neporočen, samski; Spanish: soltero; Swedish: ogift; Telugu: పెళ్ళికాని; Thai: โสด; Ukrainian: нежонатий, незамі́жня; Vietnamese: độc thân