Anonymous

ἠλίβατος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠλίβατος]] και δωρ. [[ἀλίβατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (στον Όμ. [[πάντα]] για απότομους βράχους) [[ψηλός]], [[απότομος]], [[απόκρημνος]], [[ανηφορικός]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα, [[καθώς]] και για τον θρόνο του [[Διός]] στην [[Ολυμπία]]) [[ψηλός]], [[μεγάλος]] (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τη [[φωτιά]]) αυτός που ανεβαίνει [[ψηλά]]<br /><b>4.</b> (για σπηλιές, κρυψώνες <b>κ.λπ.</b>) [[βαθύς]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγάλος]] («[[ἠλίβατος]] [[εὐήθεια]]», Πορφ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[τεράστιος]], [[υπέρμετρος]], [[υπέρογκος]] («κύματος ἠλιβάτου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιτό</i>-<i>βατος</i> «[[άβατος]], [[δύσβατος]]» με συλλαβική [[ανομοίωση]]. Το α΄ συνθετικό συνδέεται στην [[περίπτωση]] αυτή με τη [[ρίζα]] <i>αλιτ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[αλείτης]]), το δε αρχικό <i>η</i>- οφείλεται σε [[μετρική]] [[έκταση]], [[άποψη]] που ενισχύεται από την ύπαρξη του επιθ. <i>ηλιτό</i>-<i>μηνος</i>. Η [[διάκριση]] β΄ συνθετικού (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) θεωρήθηκε από πολλούς λαϊκή παρετυμολογική [[σύνδεση]] τών αρχαίων και αμφισβητήθηκε, ενισχύεται όμως από την ύπαρξη του επιθ. <i>ηλι</i>-[[βάτας]] ([[τράγος]]) «([[τράγος]]) που συχνάζει σε απόκρημνα μέρη». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από θ. <i>λιβ</i>- με προθεματικό [[φωνήεν]] και κατάλ. -<i>ατος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μέσ</i>(<i>σ</i>)-<i>ατος</i>, <i>τρίτ</i>-<i>ατος</i>). Στην [[περίπτωση]] αυτή το θ. συνδέεται με το β' συνθετικό του [[αιγίλιψ]]«[[απόκρημνος]]» και της γλώσσας του Ησυχίου <i>ά</i>-<i>λιψ</i> «[[εκεί]] που δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις»].
|mltxt=[[ἠλίβατος]] και δωρ. [[ἀλίβατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (στον Όμ. [[πάντα]] για απότομους βράχους) [[ψηλός]], [[απότομος]], [[απόκρημνος]], [[ανηφορικός]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα, [[καθώς]] και για τον θρόνο του [[Διός]] στην [[Ολυμπία]]) [[ψηλός]], [[μεγάλος]] (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τη [[φωτιά]]) αυτός που ανεβαίνει [[ψηλά]]<br /><b>4.</b> (για σπηλιές, κρυψώνες <b>κ.λπ.</b>) [[βαθύς]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγάλος]] («[[ἠλίβατος]] [[εὐήθεια]]», Πορφ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[τεράστιος]], [[υπέρμετρος]], [[υπέρογκος]] («κύματος ἠλιβάτου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιτό</i>-<i>βατος</i> «[[άβατος]], [[δύσβατος]]» με συλλαβική [[ανομοίωση]]. Το α΄ συνθετικό συνδέεται στην [[περίπτωση]] αυτή με τη [[ρίζα]] <i>αλιτ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[αλείτης]]), το δε αρχικό <i>η</i>- οφείλεται σε [[μετρική]] [[έκταση]], [[άποψη]] που ενισχύεται από την ύπαρξη του επιθ. <i>ηλιτό</i>-<i>μηνος</i>. Η [[διάκριση]] β΄ συνθετικού (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) θεωρήθηκε από πολλούς λαϊκή παρετυμολογική [[σύνδεση]] τών αρχαίων και αμφισβητήθηκε, ενισχύεται όμως από την ύπαρξη του επιθ. <i>ηλι</i>-[[βάτας]] ([[τράγος]]) «([[τράγος]]) που συχνάζει σε απόκρημνα μέρη». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από θ. <i>λιβ</i>- με προθεματικό [[φωνήεν]] και κατάλ. -<i>ατος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μέσ</i>(<i>σ</i>)-<i>ατος</i>, <i>τρίτ</i>-<i>ατος</i>). Στην [[περίπτωση]] αυτή το θ. συνδέεται με το β' συνθετικό του [[αιγίλιψ]]«[[απόκρημνος]]» και της γλώσσας του Ησυχίου <i>ά</i>-<i>λιψ</i> «[[εκεί]] που δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠλίβᾰτος:''' Δωρ. ἀλίβ-, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> ψηλός, [[απόκρημνος]], [[απότομος]], επίθ. των απόκρημνων βράχων, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· λέγεται για τον Ολύμπιο θρόνο του [[Δία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στην Ομήρ. Οδ., Ι 243, το [[ἠλίβατος]] [[πέτρη]]φαίνεται να σημαίνει τον τεράστιο, πελώριο όγκο του βράχου.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[altus]], [[βαθύς]], σε Ησίοδ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}