3,277,172
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠλίβᾰτος:''' Δωρ. ἀλίβ-, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> ψηλός, [[απόκρημνος]], [[απότομος]], επίθ. των απόκρημνων βράχων, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· λέγεται για τον Ολύμπιο θρόνο του [[Δία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στην Ομήρ. Οδ., Ι 243, το [[ἠλίβατος]] [[πέτρη]]φαίνεται να σημαίνει τον τεράστιο, πελώριο όγκο του βράχου.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[altus]], [[βαθύς]], σε Ησίοδ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἠλίβᾰτος:''' Δωρ. ἀλίβ-, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> ψηλός, [[απόκρημνος]], [[απότομος]], επίθ. των απόκρημνων βράχων, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· λέγεται για τον Ολύμπιο θρόνο του [[Δία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στην Ομήρ. Οδ., Ι 243, το [[ἠλίβατος]] [[πέτρη]]φαίνεται να σημαίνει τον τεράστιο, πελώριο όγκο του βράχου.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[altus]], [[βαθύς]], σε Ησίοδ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠλίβᾰτος:''' дор. [[ἀλίβατος]] 2<br /><b class="num">1)</b> высокий, крутой, обрывистый ([[πέτρη]] Hom., Hes., Pind., Xen., Plut.; [[ὄρος]] Aesch.; τόποι Polyb.; κρημνοί Luc.);<br /><b class="num">2)</b> высоко вознесенный (θρόνοι, sc. Ζηνός Arph.);<br /><b class="num">3)</b> высокоствольный (ἐλάται, δρύες HH);<br /><b class="num">4)</b> огромный, громадный ([[κῦμα]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> густой, темный (σκιαί Plut.);<br /><b class="num">6)</b> глубокий, бездонный ([[ἄντρον]] Hes.; [[κευθμών]] Eur.). | |||
}} | }} |