Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθαρτικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[καθαρτικός]], -ή, -όν) [[καθαρτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κάθαρση]], αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να εξαγνίζει, [[εξαγνιστικός]] («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν [[γένος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καθαρτικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[φάρμακο]] που παρέχεται εσωτερικά και προκαλεί την [[κένωση]] του στομάχου και του εντέρου ή γενικότερα την [[αποβολή]] τών περιττών ουσιών από τον οργανισμό, καθάρσιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στον εσωτερικό καθαρισμό του σώματος με [[κένωση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καθαρτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του εξαγνισμού, του καθαρισμού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθαρτικῶς</i> (Α)<br />με καθαρτικό, εξαγνιστικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[καθαρτικός]], -ή, -όν) [[καθαρτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κάθαρση]], αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να εξαγνίζει, [[εξαγνιστικός]] («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν [[γένος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καθαρτικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[φάρμακο]] που παρέχεται εσωτερικά και προκαλεί την [[κένωση]] του στομάχου και του εντέρου ή γενικότερα την [[αποβολή]] τών περιττών ουσιών από τον οργανισμό, καθάρσιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στον εσωτερικό καθαρισμό του σώματος με [[κένωση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καθαρτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του εξαγνισμού, του καθαρισμού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθαρτικῶς</i> (Α)<br />με καθαρτικό, εξαγνιστικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰθαρτικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[κατάλληλος]] για να καθαρίζει ή να εξαγνίζει, σε Πλάτ.
}}
}}