Anonymous

καθαρτικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰθαρτικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[κατάλληλος]] για να καθαρίζει ή να εξαγνίζει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κᾰθαρτικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[κατάλληλος]] για να καθαρίζει ή να εξαγνίζει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθαρτικός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> служащий для чистки, выводящий пятна ([[λίτρον]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (духовно) очищающий, дающий успокоение ([[μέλος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> мед. очищающий, слабительный ([[φάρμακον]] Plut.).
}}
}}