Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακρύπτω:''' ποιητ. μτχ. <i>κακκρύπτων</i>, μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κρύβω]], [[σκεπάζω]] εντελώς, [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[χρησιμοποιώ]] [[προκάλυψη]], κρύβομαι, αποκρύπτομαι, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κατακρύπτω:''' ποιητ. μτχ. <i>κακκρύπτων</i>, μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κρύβω]], [[σκεπάζω]] εντελώς, [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[χρησιμοποιώ]] [[προκάλυψη]], κρύβομαι, αποκρύπτομαι, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κρύπτω verbergen, opbergen, met acc.:; σπέρμα κατακρύπτων door het zaad te verbergen Hes. Op. 471; met plaatsbep.:; κ. ὑπὸ κόπρῳ onder de mesthoop verbergen Od. 9.329; κ. ὑπὸ τὴν θύρην achter de deur verbergen Hdt. 1.12.1; met dat.:; νυκτὶ κατακρύπτειν in duisternis verbergen Od. 23.372; overdr.: ἄστυ πένθει δνοφερῶι κατέκρυψας u hebt de stad in diepe rouw gehuld Aeschl. Pers. 536.
}}
}}