Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταλείπω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταλείπω]])<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[υπόλοιπο]]<br /><b>2.</b> (για γονείς) [[αφήνω]] ως [[κληρονομιά]], [[κληροδοτώ]]<br /><b>3.</b> [[εγκαταλείπω]] κάποιον ή [[κάτι]] στην [[τύχη]] του<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] κάποιον ως αντικαταστάτη μου<br /><b>2.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να...<br /><b>3.</b> [[εμπιστεύομαι]]<br /><b>4.</b> (με αντικ. [[λέξη]] που δηλώνει [[κάτι]] το δυσάρεστο) [[προξενώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραλείπω]]<br /><b>2.</b> [[παύω]], [[σταματώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για πρόσ. που αναχωρούν ή πεθαίνουν) [[αφήνω]] [[πίσω]] και [[φεύγω]], [[εγκαταλείπω]] [[κάπου]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] [[κατά]] [[μέρος]], [[παραβλέπω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] αδιαφιλονίκητο<br /><b>4.</b> [[δέχομαι]] την [[αλήθεια]] της διδασκαλίας κάποιου<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταλείπομαι</i><br />[[αφήνω]] σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>6.</b> (το γ' εν. πρόσ. ενεστ. ως απρόσ.) <i>καταλείπεται</i><br />μένει ως [[υπόλοιπο]].
|mltxt=(AM [[καταλείπω]])<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[υπόλοιπο]]<br /><b>2.</b> (για γονείς) [[αφήνω]] ως [[κληρονομιά]], [[κληροδοτώ]]<br /><b>3.</b> [[εγκαταλείπω]] κάποιον ή [[κάτι]] στην [[τύχη]] του<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] κάποιον ως αντικαταστάτη μου<br /><b>2.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να...<br /><b>3.</b> [[εμπιστεύομαι]]<br /><b>4.</b> (με αντικ. [[λέξη]] που δηλώνει [[κάτι]] το δυσάρεστο) [[προξενώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραλείπω]]<br /><b>2.</b> [[παύω]], [[σταματώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για πρόσ. που αναχωρούν ή πεθαίνουν) [[αφήνω]] [[πίσω]] και [[φεύγω]], [[εγκαταλείπω]] [[κάπου]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] [[κατά]] [[μέρος]], [[παραβλέπω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] αδιαφιλονίκητο<br /><b>4.</b> [[δέχομαι]] την [[αλήθεια]] της διδασκαλίας κάποιου<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταλείπομαι</i><br />[[αφήνω]] σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>6.</b> (το γ' εν. πρόσ. ενεστ. ως απρόσ.) <i>καταλείπεται</i><br />μένει ως [[υπόλοιπο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταλείπω:''' Επικ. επίσης [[καλλείπω]], μέλ. <i>καλλείψω</i>, αόρ. βʹ <i>κάλλῐπον</i>· Ιων. παρατ. <i>καταλείπεσκον</i> — Μέσ. και Παθ., Μέσ. μέλ. (με Παθ. [[σημασία]]), επίσης μέλ. <i>καταλειφθήσομαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]], λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν ή φεύγουν σε μακρινό [[μέρος]], οἷόν μιν [[Τροίηνδε]] κιὼν κατέλειπεν [[Ὀδυσσεύς]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>κ. τινὰ μόνον</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., <i>καταλείπεσθαι παῖδας</i>, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., καταλελειμμένος τοῦ [[ἄλλου]] στρατοῦ, είμαι [[μέρος]] του στρατεύματος που έχει μείνει [[πίσω]], που υπολείπεται, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλείπω]] ως [[κληρονομιά]], [[κληροδοτώ]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>καταλείψει οὐδὲ ταφῆναι</i>, δεν θα αφήσει αρκετά για να ταφεί, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. [[απλώς]], [[αφήνω]] [[κάτι]] σε κάποια [[κατάσταση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]], [[αφήνω]], απαρνιέμαι, [[παραχωρώ]], [[αφήνω]] στην [[τύχη]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αφήνω]] [[υπόλοιπο]], <i>ὀκτὼ μόνον</i>, σε Ξεν. — Μέσ., [[κρατώ]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., καταλείπεται [[μάχη]], υπολείπεται κι [[άλλη]] [[μάχη]], υπάρχει κι [[άλλη]] [[μάχη]] να δοθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] κατά [[μέρος]], στον ίδ.
}}
}}