Anonymous

κατεγγυάω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> κατηγγύησα <i>ou</i> κατενεγύησα, <i>ao. Pass.</i> κατηγγυήθην;<br />obliger à fournir caution, rendre responsable : πρὸς [[δίκην]] PLUT pour le paiement d’une amende.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγυάω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> κατηγγύησα <i>ou</i> κατενεγύησα, <i>ao. Pass.</i> κατηγγυήθην;<br />obliger à fournir caution, rendre responsable : πρὸς [[δίκην]] PLUT pour le paiement d’une amende.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγυάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεγγυάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>κατηγγύησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[υπόσχομαι]] να [[δώσω]], [[μνηστεύω]], [[αρραβωνιάζω]], <i>παῖδά τινι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, [[καθιστώ]] υπεύθυνο εγγύησης, [[αναγκάζω]] κάποιον να προβεί σε [[εγγυοδοσία]], σε Δημ. — Μέσ. ή Παθ., [[δίνω]] ή [[βρίσκω]] [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] σαν [[εγγύηση]], στον ίδ.
}}
}}