Anonymous

κατεγγυάω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεγγυάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>κατηγγύησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[υπόσχομαι]] να [[δώσω]], [[μνηστεύω]], [[αρραβωνιάζω]], <i>παῖδά τινι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, [[καθιστώ]] υπεύθυνο εγγύησης, [[αναγκάζω]] κάποιον να προβεί σε [[εγγυοδοσία]], σε Δημ. — Μέσ. ή Παθ., [[δίνω]] ή [[βρίσκω]] [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] σαν [[εγγύηση]], στον ίδ.
|lsmtext='''κατεγγυάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>κατηγγύησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[υπόσχομαι]] να [[δώσω]], [[μνηστεύω]], [[αρραβωνιάζω]], <i>παῖδά τινι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, [[καθιστώ]] υπεύθυνο εγγύησης, [[αναγκάζω]] κάποιον να προβεί σε [[εγγυοδοσία]], σε Δημ. — Μέσ. ή Παθ., [[δίνω]] ή [[βρίσκω]] [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] σαν [[εγγύηση]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατεγγυάω:''' (aor. κατηγγύησα и κατενεγύησα)<br /><b class="num">1)</b> юр. требовать залога, гарантии или поручительства: ὁ ἐπισκηπτόμενος κατεγγυάτω τὸν ᾧ ἂν ἐπισκήπτηται Plat. истец пусть требует поручительства от того, с кого он ищет; κ. τινα πρὸς [[εἴκοσι]] τάλαντα Polyb. заставлять кого-л. внести залог в 20 талантов; κ. πρὸς [[δίκην]] Plut. требовать залога в обеспечение уплаты штрафа; ἐγγύην τοὺς αὐτόχειρας κατεγγυᾶσθαι Plat. (нужно) взыскать залог с непосредственных виновников;<br /><b class="num">2)</b> брать в качестве залога (τὴν ναῦν [[ὑπὲρ]] ἀργυρίου Dem.);<br /><b class="num">3)</b> обещать в жены (τινά τινι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> med. брать на себя обязательство, браться: ἐπὶ [[τέλος]] [[ἀγαγεῖν]] τὴν ὑπόθεσιν κ. Polyb. взяться довести до конца начатое.
}}
}}