κατεγγυάω

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεγγῠάω Medium diacritics: κατεγγυάω Low diacritics: κατεγγυάω Capitals: ΚΑΤΕΓΓΥΑΩ
Transliteration A: katengyáō Transliteration B: katengyaō Transliteration C: kateggyao Beta Code: kateggua/w

English (LSJ)

aor.
A κατηγγύησα D.33.10, κατενεγύησα J.AJ16.7.6, etc.:—pledge, betroth, τινά τινι E.Or.1079, 1675; γάμον θυγατρός τινι J.AJ6.10.2:—Med., Parth.5.3.
II as law-term, make responsible, compel to give security, τινὰ πρὸς τὸν πολέμαρχον or πρὸς τῷ -χῳ, D.32.29, 59.40, cf. Pl.Lg.871e, PTeb.490 (i B.C.), etc.; κ. τινὰ πρὸς εἴκοσι τάλαντα make him give security to the amount of 20 talents, Plb.5.15.9; πρὸς δίκην τινά Plu. Tim.37:—Pass., to be held to bail, D.59.49; [ἐγγύην] κ. Pl.Lg.872b.
2 sequester, put an embargo upon, πυρόν PAmh.2.35.23 (ii B.C.).
3 seize as a security, ὑπὲρ ἀργυρίου τὴν ναῦν καὶ τοὺς παῖδας D.33.11: metaph., bind, subject, τὸ ζῆν λύπαις αὐθαιρέτοις κ. Thalesap.Stob.4.22.65:—Pass., πατρίοις ἔθεσιν κατηγγυημένος Apion ap.J.Ap.2.2.
4 in Pass., undertake to do, c. inf., Plb.3.5.8.

German (Pape)

[Seite 1393] (s. ἐγγυάω), 1) Einen zur Bürgschaft nöthigen, Bürgschaft von ihm fordern, κατεγγυάτω τὸν ᾡ ἂν ἐπισκήπτηται Plat. Legg. IX, 871 e; κατηγγύησα αὐτὴν πρὸς τῷ πολεμάρχῳ Dem. 59, 40, vgl. 33, 10. 11; κατεγγυήσας αὐτὸν πρὸς εἴκοσι τάλαντα, er zwang ihn, für 20 Talente Bürgschaft zu leisten, Pol. 5, 15, 9. Und pass., ταύτην τὴν ἐγγύην τοὺς αὐτόχειρας κατεγγυᾶσθαι, die Thäter sollten zu solcher Bürgschaft genöthigt werden, Plat. Legg. IX, 872 b; ἥκουσα κατηγγυήθη ὡς ξένη οὖσα πρὸς τῷ πολεμάρχῳ Dem. 59, 49. – 2) verloben, σοὶ δὲ παῖδ' ἐγω κατεγγυῶ Eur. Or. 1675, vgl. 1079. – Übertr., sich einer Sache versichern, sie für sich in Beschlag nehmen, πολλοὶ κατεγγυηθήσονται καὶ σπουδάσουσιν ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν τὴν ὑπόθεσιν, einen Gegenstand zur geschichtlichen Behandlung für sich auswählen, bestimmen, Pol. 3, 5, 8.

French (Bailly abrégé)

κατεγγυῶ :
ao. κατηγγύησα ou κατενεγύησα, ao. Pass. κατηγγυήθην;
obliger à fournir caution, rendre responsable : πρὸς δίκην PLUT pour le paiement d'une amende.
Étymologie: κατά, ἐγγυάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εγγυάω ten huwelijk geven:. ἥν σοι κατηγγύησα (mijn zus), die ik je ten huwelijk heb gegeven Eur. Or. 1079. borg laten stellen, borgtocht eisen van, met acc.: Λαφυστίου... αὐτὸν πρός τινα δίκην κατεγγυῶντος toen Laphystius voor een of ander proces borgtocht van hem eiste Plut. Tim. 37.2; κατηγγυήθη voor haar moest borg worden gestaan Apollod. [Dem.] 59.49.

Russian (Dvoretsky)

κατεγγυάω: (aor. κατηγγύησα и κατενεγύησα)
1 юр. требовать залога, гарантии или поручительства: ὁ ἐπισκηπτόμενος κατεγγυάτω τὸν ᾧ ἂν ἐπισκήπτηται Plat. истец пусть требует поручительства от того, с кого он ищет; κ. τινα πρὸς εἴκοσι τάλαντα Polyb. заставлять кого-л. внести залог в 20 талантов; κ. πρὸς δίκην Plut. требовать залога в обеспечение уплаты штрафа; ἐγγύην τοὺς αὐτόχειρας κατεγγυᾶσθαι Plat. (нужно) взыскать залог с непосредственных виновников;
2 брать в качестве залога (τὴν ναῦν ὑπὲρ ἀργυρίου Dem.);
3 обещать в жены (τινά τινι Eur.);
4 med. брать на себя обязательство, браться: ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν τὴν ὑπόθεσιν κ. Polyb. взяться довести до конца начатое.

Greek Monotonic

κατεγγυάω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ κατηγγύησα·
I. υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω, παῖδά τινι, σε Ευρ.
II. 1. ως Αττ. δικανικός όρος, καθιστώ υπεύθυνο εγγύησης, αναγκάζω κάποιον να προβεί σε εγγυοδοσία, σε Δημ. — Μέσ. ή Παθ., δίνω ή βρίσκω εγγύηση, ασφάλεια, στον ίδ.
2. λαμβάνω σαν εγγύηση, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατεγγυάω: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. κατηγγύησα (οὐχὶ κατενεγύησα) Δημ. 895. 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 6, κτλ. (ὡς τὸ ἁπλοῦν ἐγγυῶ). Ὑπισχνοῦμαι νὰ δώσω, μνηστεύω, ἀρραβωνίζω, παῖδά τινι Εὐρ. Ὀρ. 1079. 1675. ΙΙ. ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, κάμνω τινὰ ὑπεύθυνον, ἀναγκάζω νὰ δώσῃ ἐγγύησιν, τινα πρὸς τὸν πολέμαρχον ἢ πρὸς τῷ -χῳ Δημ. 890. 9., 1358. 18, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 871 Ε, κἑξ.· κ. τινὰ πρὸς εἴκοσι τάλαντα, ἀναγκάζω τινὰ νὰ δώσῃ ἐγγύησιν διὰ 20 τάλαντα, Πολύβ. 5. 15, 9· πρὸς δίκην, διὰ τὴν πληρωμὴν τοῦ προστίμου, Πλουτ. Τιμολ. 37·- Μέσ. ἢ Παθ., δίδω ἢ εὑρίσκω ἐγγύησιν (ἐγγυητήν), κατηγγυήθη ὡς ξένη οὖσα πρὸς τῷ πολεμάρχῳ Δημ. 1361. 29· ἐγγύην κ. Πλάτ. Νόμ. 872Β·- τὸ μὲν κατεγγυᾶν ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, ὅστις ἀπαιτεῖ ἐγγύησιν ἢ ἀσφάλειαν παρὰ τοῦ κατηγορουμένου, τὸ δὲ κατεγγυᾶσθαι ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου. 2) λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχὴν μου ὡς ἐγγύησιν ἢ ἀσφάλειαν, ὑπὲρ τοῦ ἀργυρίου κατεγγυῶ τὴν ναῦν καὶ τοὺς παῖδας Δημ. 895 ἐν τέλ.·- ὑποχρεῶ, ὑποβάλλω…, τὸ ζῆν λύπαις αὐθαιρέτοις κατεγγυῆσαι Θαλῆς παρὰ Στοβ. 421. 48·- Παθ., πατρίοις ἔθεσιν κατηγγυημένος Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπ. 2. 2. 3) ἐν τῷ παθ., ἀναλαμβάνω νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., κατεγγυηθήσεσθαι σπουδάσειν ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν τὴν ὑπόθεσιν Πολύβ. 3. 5. 8.- Ἐν Ἐπιγρ. Ἀνδανίας (L. et. F. 326a) κατεγγυεύσας (=κατεγγυήσας).

Middle Liddell

fut. ήσω aor1 κατηγγύησα
I. to pledge, betroth, παῖδά τινι Eur.
II. as Attic law-term, to make responsible, to compel to give security, Dem.: —Mid. or Pass. to give or find security, Dem.
2. to seize as a security, Dem.