Anonymous

κεδάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεδάννυμι]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[σκεδάννυμι]], [[διασκορπίζω]], [[διασπώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκεδάννυμι]].
|mltxt=[[κεδάννυμι]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[σκεδάννυμι]], [[διασκορπίζω]], [[διασπώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκεδάννυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεδάννῡμι:''' ποιητ. αντί [[σκεδάννυμι]], Επικ. αορ. αʹ <i>ἐκέδασσα</i>, Παθ. <i>ἐκεδάσθην</i>· [[σπάζω]] στα δυο, [[διασπώ]], [[διασκορπώ]], σε Όμηρ. — Παθ., <i>κεδασθείσης ὑσμίνης</i>, όταν διασπάσθηκε η [[μάχη]], δηλ. τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν [[πλέον]] παρατεταγμένα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}