Anonymous

κεδάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεδάννῡμι:''' ποιητ. αντί [[σκεδάννυμι]], Επικ. αορ. αʹ <i>ἐκέδασσα</i>, Παθ. <i>ἐκεδάσθην</i>· [[σπάζω]] στα δυο, [[διασπώ]], [[διασκορπώ]], σε Όμηρ. — Παθ., <i>κεδασθείσης ὑσμίνης</i>, όταν διασπάσθηκε η [[μάχη]], δηλ. τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν [[πλέον]] παρατεταγμένα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κεδάννῡμι:''' ποιητ. αντί [[σκεδάννυμι]], Επικ. αορ. αʹ <i>ἐκέδασσα</i>, Παθ. <i>ἐκεδάσθην</i>· [[σπάζω]] στα δυο, [[διασπώ]], [[διασκορπώ]], σε Όμηρ. — Παθ., <i>κεδασθείσης ὑσμίνης</i>, όταν διασπάσθηκε η [[μάχη]], δηλ. τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν [[πλέον]] παρατεταγμένα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κεδάννυμι [~ σκεδάννυμι] poët. aor. (ἐ)κέδασα en ἐκέδασσα, aor. pass. (ἐ)κεδάσθην, ep. 3. plur. κέδασθεν, verspreiden: pass.:; ἔνθα δ ’ ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα κεδασθείσης ὑσμίνης daar doodde de ene man de andere toen de strijd zich uitbreidde Il. 15.328; uiteenslaan:. ὅς τ ’ ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας (een rivier) die met zijn snelle stroom bruggen verbrijzelt Il. 5.88.
}}
}}