κεδάννυμι

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδάννῡμι Medium diacritics: κεδάννυμι Low diacritics: κεδάννυμι Capitals: ΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: kedánnymi Transliteration B: kedannymi Transliteration C: kedannymi Beta Code: keda/nnumi

English (LSJ)

poet. for σκεδάννυμι, late in pres., AP5.275 (Agath.); Ep. aor. Act. ἐκέδασσα Hom. (v. infr.), Opp.H.1.412, 3pl. κέδασαν Hsch., Pass. ἐκεδάσθην Hom. (v. infr.), κεδάσθη Orph.A.557; plpf. Pass. κεκέδαστο A.R.2.1112:—break up, scatter, ἐκέδασσε φάλαγγας Il.17.285; θεὸς δ' ἐκέδασσεν Ἀχαιούς Od.14.242; so [ποταμὸς] ἐκέδασσε γεφύρας Il.5.88; νεφέλας ἐκέδασσαν ἄελλαι A.R.3.1360:—Pass., κεδασθείσης ὑσμίνης when the battle was broken up, i.e. when the combatants were no longer in masses, Il.15.328, 16.306; ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ' ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατόν 15.657; [δούρατα] ῥαισθείσης (sc. νηός) κεκέδαστο A.R.2.1112; κῶμα κεδάσθη was shed, Orph. l.c.

French (Bailly abrégé)

primit. seul. ao. Act. et Pass.
disperser, rompre (les lignes d'une troupe ennemie) : κεδασθείσης ὑσμίνης IL quand les lignes du combat, càd de combattants, furent rompues ; en parl. de choses κ. γέφυρας IL rompre des ponts.
Étymologie: épq. c. σκεδάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεδάννυμι [~ σκεδάννυμι] poët. aor. (ἐ)κέδασα en ἐκέδασσα, aor. pass. (ἐ)κεδάσθην, ep. 3. plur. κέδασθεν, verspreiden: pass.:; ἔνθα δ’ ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα κεδασθείσης ὑσμίνης daar doodde de ene man de andere toen de strijd zich uitbreidde Il. 15.328; uiteenslaan:. ὅς τ’ ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας (een rivier) die met zijn snelle stroom bruggen verbrijzelt Il. 5.88.

German (Pape)

[ῡ], = κεδάζω.

Russian (Dvoretsky)

κεδάννῡμι: (aor. ἐκέδασσα, aor. pass. ἐκεδάσθην) эп. (= σκεδάννυμι)
1 рассеивать, разгонять (Ἀχαιούς, Τρώων φάλαγγας Hom.): κεδασθέντες κατὰ νῆας Hom. (ахейцы), разойдясь к своим кораблям; κεδασθείσης ὑσμίνης Hom. в рассыпном бою;
2 разламывать, разбивать, сносить (γεφύρας Hom.);
3 накидывать (κρήδεμνον εἴς τινα κεδαννύμενον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κεδάννῡμι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ σκεδάννυμι, Ἀνθ. Π. 5. 276 (καὶ κεδάω, ἐξ οὗ «κεδᾶται· σκεδάννυται» Ἡσύχ.), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεργ. ἀορ. ἐκέδασα, παθ. ἐκεδάσθην. Θραύω εἰς δύο, διασπῶ, ἐκέδασσε φάλαγγας, διέσπασε τὴν πυκνὴν παράταξιν, Ἰλ. Ρ. 285· θεὸς δ’ ἐκέδασσεν Ἀχαιοὺς Ὀδ. Ξ. 242· οὕτω, ποταμὸς ἐκέδασσε γεφύρας Ἰλ. Ε. 88.- Παθ., κεδασθείσης ὑσμίνης, ὅτε διεσπάσθη ἡ μάχη, δηλ. ὅτε τὰ διαμαχόμενα μέρη δὲν ἦσαν πλέον ἐν παρατάξει, Ο. 328, Π. 306· ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ’ ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατὸν (ἔνθα ἴδε τὴν ἀντίθεσιν) αὐτόθι 657.

Greek Monolingual

κεδάννυμι (Α)
(ποιητ. τ.) σκεδάννυμι, διασκορπίζω, διασπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι.

Greek Monotonic

κεδάννῡμι: ποιητ. αντί σκεδάννυμι, Επικ. αορ. αʹ ἐκέδασσα, Παθ. ἐκεδάσθην· σπάζω στα δυο, διασπώ, διασκορπώ, σε Όμηρ. — Παθ., κεδασθείσης ὑσμίνης, όταν διασπάσθηκε η μάχη, δηλ. τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν πλέον παρατεταγμένα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

poet. for σκεδάννυμι
to break asunder, break up, scatter, Hom.:—Pass., κεδασθείσης ὑσμίνης when the battle was broken up, i. e. when the combatants were no longer in masses, Il.