Anonymous

κεκρύφαλος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεκρύφᾰλος:''' [ῠ], ὁ ([[κρύπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δικτυοειδής]] [[γυναικείος]] [[κεφαλόδεσμος]], για να μαζεύει τα μαλλιά, Λατ. [[reticulum]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] του χαλιναριού των αλόγων, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[μάρσιπος]] ή «[[κοιλιά]]» κυνηγετικού διχτυού, στον ίδ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''κεκρύφᾰλος:''' [ῠ], ὁ ([[κρύπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δικτυοειδής]] [[γυναικείος]] [[κεφαλόδεσμος]], για να μαζεύει τα μαλλιά, Λατ. [[reticulum]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] του χαλιναριού των αλόγων, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[μάρσιπος]] ή «[[κοιλιά]]» κυνηγετικού διχτυού, στον ίδ., σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κεκρύφαλος -ου, ὁ haarnet, hoofdkap:. ἀπὸ κρατὸς βάλε... κεκρύφαλον zij wierp haar hoofdkap van haar hoofd weg Il. 22.469. jachtnet, fuik.
}}
}}