Anonymous

καταλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταλάμπω]])<br />[[εκπέμπω]] λαμπρό φως, [[λαμποκοπώ]] («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει [[φαέθων]] [[κύκλος]] ἀελίοιο» — στη [[μέση]] της ασπίδας λαμποκοπούσε ο [[φωτεινός]] [[κύκλος]] του ήλιου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λάμπω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[φωτίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] με λαμπρό φως (α. «Χαίρε, [[ἀστραπή]], τὰς ψυχάς καταλάμπουσα», Ακάθ. Ύμν.<br />β. «κατέλαμπον τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταλάμπομαι</i><br />φωτίζομαι έντονα από [[κάτι]], [[δέχομαι]] την [[ακτινοβολία]] από κάποιον (α. «ὑπὸ τοῡ ἡλίου καταλαμπόμενοι», <b>Ξεν.</b><br />β. «... ὑπὸ τοῡ κάλλους καταλαμφθεῑσα»).
|mltxt=(AM [[καταλάμπω]])<br />[[εκπέμπω]] λαμπρό φως, [[λαμποκοπώ]] («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει [[φαέθων]] [[κύκλος]] ἀελίοιο» — στη [[μέση]] της ασπίδας λαμποκοπούσε ο [[φωτεινός]] [[κύκλος]] του ήλιου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λάμπω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[φωτίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] με λαμπρό φως (α. «Χαίρε, [[ἀστραπή]], τὰς ψυχάς καταλάμπουσα», Ακάθ. Ύμν.<br />β. «κατέλαμπον τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταλάμπομαι</i><br />φωτίζομαι έντονα από [[κάτι]], [[δέχομαι]] την [[ακτινοβολία]] από κάποιον (α. «ὑπὸ τοῡ ἡλίου καταλαμπόμενοι», <b>Ξεν.</b><br />β. «... ὑπὸ τοῡ κάλλους καταλαμφθεῑσα»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταλάμπω:''' μέλ. <i>-λάμψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[λάμπω]] [[επάνω]] σε ή [[αποπάνω]], με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., <i>κ. τοὺς στενωπούς</i>, τους [[φωτίζω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[φωτίζω]], σε Ευρ.· ομοίως και σε Μέσ., στον ίδ.
}}
}}