Anonymous

καταλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταλάμπω:''' μέλ. <i>-λάμψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[λάμπω]] [[επάνω]] σε ή [[αποπάνω]], με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., <i>κ. τοὺς στενωπούς</i>, τους [[φωτίζω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[φωτίζω]], σε Ευρ.· ομοίως και σε Μέσ., στον ίδ.
|lsmtext='''καταλάμπω:''' μέλ. <i>-λάμψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[λάμπω]] [[επάνω]] σε ή [[αποπάνω]], με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., <i>κ. τοὺς στενωπούς</i>, τους [[φωτίζω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[φωτίζω]], σε Ευρ.· ομοίως και σε Μέσ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλάμπω:''' <b class="num">1)</b> освещать (сверху), бросать свет (ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενος Xen.): ὧν ὁ [[ἥλιος]] καταλάμπει Plat. (все то), что освещает солнце;<br /><b class="num">2)</b> светить, сиять, блистать (ἐν μέσῳ κατέλαμπε [[κύκλος]] ἀελίοιο Eur.; ἡ [[σελήνη]] κατέλαμπεν εἰς θάλατταν Plut.): [[ἡμέρα]] κατέλαμψε Plut. день воссиял, т. е. рассвело.
}}
}}