Anonymous

κομψός: Difference between revisions

From LSJ
1,259 bytes added ,  30 December 2018
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[κομψός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλαίσθητη [[εμφάνιση]], [[λεπτότητα]] στο [[παρουσιαστικό]], [[καλαίσθητος]]<br /><b>2.</b> [[χαριτωμένος]], [[ευχάριστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται με [[κομψότητα]], με [[χάρη]] (α. «κομψό [[ντύσιμο]]» β. «κομψή [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευφυής]], [[πνευματώδης]]<br /><b>2.</b> [[επιδέξιος]] σε μια [[τέχνη]]<br /><b>3.</b> [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]]<br /><b>4.</b> [[λεπτολόγος]], [[υπερακριβής]] («κομψὸς γ' ὁ [[κῆρυξ]] καὶ [[παρεργάτης]] λόγων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κομψόν</i><br />[[κομψότητα]], [[λεπτότητα]], [[ακρίβεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κομψώς]] και -<i>ά</i> (ΑM κομψῶς)<br />με [[κομψότητα]], με [[χάρη]], με [[λεπτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[γλώσσα]]) με γλαφυρό τρόπο<br /><b>2.</b> (ο συγκριτ.) <i>κομψοτέρως</i> και <i>κομψότερον</i><br />καλύτερα<br /><b>3.</b> (ο υπερθ.) <i>κομψότατα</i><br />α) τρυφερότατα, απαλότατα<br />β) ευφυέστατα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κομψότερον έχω» — [[είμαι]] καλύτερα στην [[υγεία]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>σος</i>, ενώ το θ. της (<i>κομ</i>-) μπορεί να συνδέεται με τα ρ. <i>κομῶ</i>, -<i>έω</i> «[[περιποιούμαι]], [[φροντίζω]]» και <i>κομμοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i> «εκφράζομαι με [[καλλιέπεια]], [[χρησιμοποιώ]] ρητορικά σχήματα». Άρα [[κομψός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κομ</i>-<i>σός</i>, με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>μσ</i>- σε -<i>μψ</i>- πιθ. για εκφραστικούς λόγους. Η [[σύνδεση]] με λιθουαν. <i>švankus</i> «[[κόσμιος]], [[ευπρεπής]], [[ευγενικός]]» δεν φαίνεται πολύ πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομψεύω]], [[κομψότητα]] (-<i>της</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[κομψοεπής]], [[κομψολόγος]], [[κομψοπρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομψευριπικώς]], [[κομψοφανής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κομψολεσχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κομψογράφος]], [[κομψοντύνομαι]], [[κομψοτέχνημα]], [[κομψοτέχνης]]. (Β' συνθετικό) [[άκομψος]], [[περίκομψος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μικρόκομψος]], [[πολύκομψος]], [[υπόκομψος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ολόκομψος</i>, <i>υπέρκομψος</i>, <i>φιλόκομψος</i>].
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[κομψός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλαίσθητη [[εμφάνιση]], [[λεπτότητα]] στο [[παρουσιαστικό]], [[καλαίσθητος]]<br /><b>2.</b> [[χαριτωμένος]], [[ευχάριστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται με [[κομψότητα]], με [[χάρη]] (α. «κομψό [[ντύσιμο]]» β. «κομψή [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευφυής]], [[πνευματώδης]]<br /><b>2.</b> [[επιδέξιος]] σε μια [[τέχνη]]<br /><b>3.</b> [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]]<br /><b>4.</b> [[λεπτολόγος]], [[υπερακριβής]] («κομψὸς γ' ὁ [[κῆρυξ]] καὶ [[παρεργάτης]] λόγων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κομψόν</i><br />[[κομψότητα]], [[λεπτότητα]], [[ακρίβεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κομψώς]] και -<i>ά</i> (ΑM κομψῶς)<br />με [[κομψότητα]], με [[χάρη]], με [[λεπτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[γλώσσα]]) με γλαφυρό τρόπο<br /><b>2.</b> (ο συγκριτ.) <i>κομψοτέρως</i> και <i>κομψότερον</i><br />καλύτερα<br /><b>3.</b> (ο υπερθ.) <i>κομψότατα</i><br />α) τρυφερότατα, απαλότατα<br />β) ευφυέστατα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κομψότερον έχω» — [[είμαι]] καλύτερα στην [[υγεία]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>σος</i>, ενώ το θ. της (<i>κομ</i>-) μπορεί να συνδέεται με τα ρ. <i>κομῶ</i>, -<i>έω</i> «[[περιποιούμαι]], [[φροντίζω]]» και <i>κομμοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i> «εκφράζομαι με [[καλλιέπεια]], [[χρησιμοποιώ]] ρητορικά σχήματα». Άρα [[κομψός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κομ</i>-<i>σός</i>, με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>μσ</i>- σε -<i>μψ</i>- πιθ. για εκφραστικούς λόγους. Η [[σύνδεση]] με λιθουαν. <i>švankus</i> «[[κόσμιος]], [[ευπρεπής]], [[ευγενικός]]» δεν φαίνεται πολύ πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομψεύω]], [[κομψότητα]] (-<i>της</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[κομψοεπής]], [[κομψολόγος]], [[κομψοπρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομψευριπικώς]], [[κομψοφανής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κομψολεσχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κομψογράφος]], [[κομψοντύνομαι]], [[κομψοτέχνημα]], [[κομψοτέχνης]]. (Β' συνθετικό) [[άκομψος]], [[περίκομψος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μικρόκομψος]], [[πολύκομψος]], [[υπόκομψος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ολόκομψος</i>, <i>υπέρκομψος</i>, <i>φιλόκομψος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κομψός:''' -ή, -όν ([[κομέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλοντυμένος]], Λατ. [[comptus]]· απ' όπου, όμορφος [[άνθρωπος]], Λατ. [[bellus]] [[homo]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευπρεπής]], [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], [[φινετσάτος]], [[λεπτός]], εξευγενισμένος, λέγεται για πρόσωπα και τα [[λόγια]] τους, στον ίδ.· κ. [[περί]] τι, [[έξυπνος]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Πλάτ.· λέγεται για το [[ένστικτο]] του σκύλου, [[λεπτός]], [[οξύς]], στον ίδ.· με σκωπτική [[σημασία]], λέγεται για τους Σοφιστές που υπερανέλυαν, διύλιζαν τα πάντα, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[κομψῶς]], κομψά, με [[λεπτότητα]], με [[χάρη]], με [[φινέτσα]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κομψότερον ἔχειν</i>, είμαι καλύτερα στην [[υγεία]] μου, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}